Πέμπτη 8 Σεπτεμβρίου 2011

Σ Ε Ρ Ι Φ Η Δ Ε Σ Κ Α Ι Π Α Ρ Α Ν Ο Μ Ο Ι

Από τη μικρή ηλικία μου, είχα αδυναμία στις ταινίες Γουέστερν, αυτές που διαδραματίζονται στην άγρια - την εποχή εκείνη του δέκατου ένατου αιώνα - Δύση των Πολιτειών. Και δεν ήμουν μόνο εγώ που ήθελα να παρακολουθώ τέτοια φιλμς την εποχή εκείνη, όλα σχεδόν τα παιδιά - αλλά όχι τα κορίτσια - ήθελαν να βλέπουν τέτοιες ταινίες, που πολλές όμως από αυτές, ήσαν ακατάλληλες για ανήλικους. Καθώς η λογοκρισία ήταν πολύ αυστηρή τω καιρώ εκείνω, ταινίες που τώρα είναι κατάλληλες με επιθυμητή γονική άδεια, ήσαν απαγορευμένες για ηλικίες κάτω των δεκαοχτώ ετών. Και γιατί αυτό ; Μήπως είχαν τίποτε τολμηρές σκηνές, από αυτές που σε κάθε ταινία σήμερα παρουσιάζονται ; Οχι, όχι. Επειδή πολύ απλά, υπήρχαν μερικά φιλιά κάπως παρατεταμένα, κάπως πιό παθητικά από το συνηθισμένο, και από τον εξώστη του σινεμά θα ακουγόντουσαν ενθουσιώδη χειροκροτήματα σε μιά τέτοια σκηνή.
Οι άνθρωποι που εκινούντο μέσα στις ταινίες αυτές, χωριζόντουσαν κατά έναν μανιχαϊστικό θα έλεγα τρόπο, σε δυό είδη. Τους καλούς ( ή τους ήσυχους ) και τους κακούς, μέσου τύπου ανθρώπους δεν έβλεπες συνήθως. Εμείς οι μικροί που παρακολουθούσαμε με αδιάπτωτο ενδιαφέρον την εξέλιξη της ταινίας, ήμασταν παντοτε και χωρίς καμμιά εξαίρεση, με το μέρος των καλών. Επικεφαλής των οποίων καλών, ήταν ο πρωταγωνιστής της ταινίας, ένας γενναίος αρκετά νέος στην ηλικία, που πολεμούσε με ασίγαστο πάθος τους κακούς και σκληροτράχηλους παράνομους, κλέφτες, δολοφόνους, ληστές, που η δράση τους βρισκόταν στο Τέξας, την Καλιφόρνια, το Νέο Μέξικο, την Αριζόνα και αλλες περιοχές της άγριας Δύσης.
Υπήρχαν βεβαια απαραιτήρως και οι Ινδιάνοι, οι Κομάντσι, οι Απάτσι και των άλλων φυλών, που ήσαν πάντοτε « απρόσωποι », άγριοι, επιθετικοί εναντίον των « καλών » εποίκων των περιοχών της Δύσης, που συχνά όταν έπιαναν ένα λευκό, του έγδερναν το κεφάλι, του ξερρίζωναν δηλαδή το δέρμα του κρανίου. Και φυσικά, ήσαν αντιπαθείς σε μάς τους μικρούς που δεν θέλαμε τέτοιου είδους συμπεριφορές.
Πολύ συχνά, ο « καλός » της ταινίας, ήταν ο αστυνόμος της πόλης, ο σερίφης. Που ζητούσε τη βοήθεια των συμπολιτών του, που όμως αρκετά συχνά - από φόβο συνήθως των κατοίκων προς τους « κακούς » - δεν την έπαιρνε. Και τότε έμενε ολομόναχος να αντιμετωπίσει μέσα σ΄εκείνο ο άγριο περιβάλλον, με μόνο εφόδιο το εξάσφαιρο Κολτ του, τους κακούς. Που συχνά ήσαν άνθρωποι ενός γαιοκτήμονα της περιοχής, που δεν ήθελε να γίνονται παρεμβάσεις στα κτήματά του και στα κοπάδια του. Μιά τέτοια ιστορία την είδαμε σε ένα απο τα πιό κλασσικά Γουέστερν, είναι το βραβευμένο με Οσκαρ φιλμ του Φρεντ Τσίννεμαν « H i g h n o o n », ( στον ελληνικό τίτλο « Το τραίνο θα σφυρίξει τρεις φορές ). Οπου ο σερίφης της μικρής πόλης - που τον υποδύεται ο Γκάρυ Κούπερ - βραβείο Οσκαρ α΄ανδρικού ρόλου στην ταινία - εγκαταλείπεται μόνος να αντιμετωπίσει μιά διαβόητη συμμορία
Είχαμε και τις ληστείες των τραίνων, που τα παραφύλαγαν στις στροφές και τις ανηφοριές οι ληστές, εκεί που δεν μπορούσε η ατμομηχανή να αναπτύξει ταχύτητα, και εκεί γινόταν η επίθεση εναντίον του τραίνου. Με ποιόν σκοπό ; Να αρπάξουν τα δολλάρια της χρηματαποστολής που θα πήγαιναν για την πληρωμή κάποιων εργατών σε φάρμες, χρηματαποστολές προς υποκαταστήματα τραπεζών και για άλλες υποθέσεις. Και κάποτε, στη διάρκεια μιάς τέτοιας επιθεσης, γινόταν αληθινή μάχη ανάμεσα στους παράνομους και τους συνοδούς της χρηματαποστολής, από τους έφιππους ληστές από τη μιά μερια που καταδιώκανε το τραίνο, και τους οχυρωμένους μέσα στα βαγόνια συνοδούς της χρηματαποστολής.
Η μεγάλη όμως σκηνή σε μιά ταινία του Φαρ - Ουέστ, ήταν η μονομαχία ανάμεσα στον παράνομο εισβολέα και το σερίφη, ή τον « καλό » της ταινίας. Ο ένας βρίσκεται απέναντι από τον άλλο, στον κεντρικό δρόμο της μικρής πόλης. Προχωρούν με αργά αλλά σταθερά βήματα ο ένας προς τον άλλο. Ο σερίφης περιμένει, δεν θα πυροβολήσει πρώτος, θα απαντήσει μόνο όταν ο άλλος ετοιμαστεί να τραβηξει το εξάσφαιρό του από τη θήκη του.
Εννοείται ότι δυό είναι οι παράγοντες που θα κρίνουν μιά τέτοια μονομαχία. Ο πρώτος είναι η ταχύτητα με την οποία θα τραβήξεις το όπλο από τη θήκη του, ο δεύτερος είναι η αυτοματοποιημένη ακριβής - ενστικτωδως βέβαια γιατί δεν προφταίνεις να σκοπεύσεις - επιτυχία στη βολή που θα κάνεις. Πράγματα που αποκτώνται με συνεχή και αδιάκοπη άσκηση καθημερινή. Για να επιβιώσεις στην καθημερινή αυτή πρόκληση, θα πρέπει να είσαι ταχύς και στους δυό αυτούς παράγοντες, αλλοιώς η ζωή σου κρέμεται από μιά πολύ λεπτή κλωστή. Και λοιπόν, βλεπεις κάτι που φαντάζει εντελώς εξωπραγματικό : Ο άνθρωπος που προγυμνάζεται στις δυό αυτές ασκήσεις, πυροβολεί με αστραπιαία ταχύτητα σε ένα δολλάριο που του ρίχνουν στον αέρα, και βλέπεις ότι έχει τρυπήσει το δολλάριο αυτό ακριβώς στο κέντρο του νομίσματος. Αν δεν πετύχει να τρυπήσει το δολλάριο ακριβώς στο κέντρο του, θεωρέιται ότι απέτυχε στην προσπάθειά του, δεν είναι γρήγορος και καλός σκοπευτής.
Εχουν περάσει πολλά χρόνια από εκείνες τις εποχές. Από τη δεκαετία του 1960 και έπειτα, έπαψαν οι Ινδιάνοι να είναι απρόσωποι, ήλθαν κοντά στο φακό, παρουσιάστηκαν σαν αληθινοί άνθρωποι που ήσαν και συμπαθείς μάλιστα, φάνηκε και η άλλη πλευρά των τυχοδιωκτών λευκών της Δύσης, που κακοποιούσαν τους Ινδιάνους και καταπατούσαν τα δικαιώματα τούς με τις εισβολές τους και τις κακουργηματικές πράξεις εναντίον τους. Είχε αλλάξει η νοοτροπία των σεναριογράφων που ασχολία τους ήταν οι ιστορίες του Φαρ - Ουεστ. Για τους παλιούς όμως θαυμαστές του Γουέστερν, είχαν μείνει οι πρώτες εκείνες, οι αρχικές εντυπώσεις, που όταν τις έχεις από την εφηβική σου ηλικία, δεν μπορούν να ξεχαστούν. Όπως δεν σου φεύγει ο κάποιος ρωμαντισμός που διέκρινε εκείνη την πάλη του καλού με το κακό.
Αν μας έλεγαν τότε ότι αυτά που βλέπαμε στις οθόνες των κινηματογράφων, θα μεταφερόντουσαν και στην πρωτεύουσα της χώρας μας και σε καθημερινή μάλιστα βάση, κανένας δεν θα πίστευε ότι κάτι τέτοιο θα μπορούσε ποτέ να συμβεί. Να έχουμε σκηνές της άγριας Δύσης μέσα στο περιβάλλον μιάς ελληνικής πόλης ; Μπά, τί είναι αυτά που μας λές ; Γίνονται ποτέ τέτοια πράγματα ; Αλλά φυσικά, μιά τέτοια ερώτηση ούτε καν θα διενοείτο να κάνει κανένας, δεν πάει η φαντασία ποτέ τόσο μακρυά.
Και λοιπόν, όσο απίστευτο κι αν φαινότανε μόλις πριν από δυό δεκαετίες, η πρωτεύουσά μας, το ιστορικό κλεινόν άστυ, έγινε κάτι σαν το Φαρ - Ουέστ των ταινιών που βλέπαμε τα χρόνια εκείνα τα παλιά. Θυμήθηκα τους σερίφηδες και τους καλούς, θυμήθηκα και τους κακούς, και τους βλέπω να τριγυρίζουν μέρα νύχτα μέσα στην πόλη. Το τί κάμνουν κάθε μέρα και πολλές φορές τη μέρα, το ακούμε συνέχεια στα δελτία των ειδήσεων. Τόσο πολύ τα ακούμε, ώστε έχουμε συνηθίσει τα συνεχώς και με τον ίδιο ή παραπλήσιο τρόπο συμβαίνοντα
γεγονότα.
Πιστολίδι άγριο ξεσπά από καιρό σε καιρό μέσα στους δρόμους, ανάμεσα στους παράνομους που ήλθαν από διάφορες γωνιές της Ευρώπης - όπως τότε γινότανε με τους παράνομους που ξεφυτρωναν από άλλες γωνιές του Φαρ - Ουέστ - και τους μοντέρνους σερίφηδες, που άνιση μάχη δίνουν, όπως άλλωστε γινότανε και στην άγρια Δύση. Με μιά διαφορά από τα παλιά, οι παράνομοι είναι μέγα πλήθος και με μέγα πάθος για αρπαγές και πάσης φύσεως παραβατικότητες, ενώ οι σημερινοί σερίφηδες, κάθε άλλο παρά επαρκείς είναι για τόσο μεγάλο αριθμό κακοποιών.
Ακούμε για δυό και τρεις ληστείες που γίνονται στις τράπζες κάθε μέρα. Τον πολύ κόσμο, λίγο τον νοιάζει αν κάποιοι ληστές ληστεύουν άλλους ληστές. Αλλά αυτά δεν περιορίζονται μόνο στις τράπεζες που έχουν τα πολλά φράγκα στα γκισέ τους και στα χρηματοκιβώτιά τους. Ένα πλήθος από απλούς πολίτες, κάτι σαν τους κατοίκους του παλιού Φαρ - Ουέστ, ληστεύονται και κακοποιούνται, τραυματίζονται και δολοφονούνται από τους σύγχρονους κακούς. Και κάτι κοινό με τις παλιές εκείνες ιστορίες. Όπως μοναχικός ήταν ο καϋμένος ο σερίφης του H i g h n o o n, έτσι και οι σημερινοί σερίφηδες είναι όχι μονάχοι, αλλά πάρα πολύ λίγοι σε σχέση με αυτούς που έρχονται να αντιμετωπίσουν.
Εχει η πρωτεύουσα κάπου πέντε χιλιάδες αστυνομικούς σε ετοιμότητα. Πολλοί άλλοι είναι σε γραφεία και δεν μετέχουν στον πόλεμο κατά των παράνομων, ή είναι σωματοφύλακες υψηλών προσώπων. Είχαν ρωτήσει κάποτε αστυνομικούς του Λος Αντζελες αν επαρκούν να αντιμετωπίσουν την παρανομία που έχει η πόλη τους, την υψηλότερη κατά πολύ από όλη τη χώρα, και είπε ένας από τους ερωτηθέντες : « Είμαστε πέντε χιλιάδες αστυνομικοί στην πόλη, και θα έπρεπε να ήμασταν πάνω από πενήντα χιλιάδες, τόσους χρειάζεται η πόλη ». Θα έφταναν άραγε οι πενήντα χιλιάδες ; Οχι βέβαια, θα περιόριζαν όμως πολύ τη δράση των παράνομων στην πόλη. Ακριβώς το ίδιο ισχύει και για το κλεινόν άστυ, τόσους και παραπάνω χρειάζεται σερίφηδες.
Και όχι μόνο αναφορικά με τον αριθμό τους. Όπως οι παλιοί σερίφηδες ήσαν εκπαιδευμένοι στην εντέλεια στη χρήση των εξάσφαιρων Κολτ τους, έτσι και οι τελείως ανεκπαίδευτοι σημερινοί της πρωτεύσουσας θα πρέπει να μπορούν να χειρίζονται τα σύγχρονά όπλα τους. Οχι, δεν εννοώ να τρυπάνε στη μέση ακριβώς ένα δολλάριο, όπως οι παλιοί εκείνοι του Τέξας, αλλά τουλάχιστον να μην αστοχούν από απόσταση δέκα μέτρων. Και κάτι άλλο. Να έχουν από το νόμο τη δυνατότητα να ρίχνουν και καμμιά μπαταριά στα πόδια των κακών - όχι στο ψαχνό βέβαια - χωρίς να περιμένουν να τους ρίξουν πρώτα οι παράνομοι και να τους ξαπλώσουν κάτω, όπως δυστυχώς γίνεται σήμερα μετην ισχύουσα νομοθεσία.
Αυτή είναι η κατάσταση σήμερα στο μοντέρνο Φαρ - Ουέστ της πρωτεύουσας. Από την οποία καθημερινά μας έρχονται χαμπάρια για ληστείες, διαρρήξεις, βιασμούς -έχουμε και τέτοιους - επιθέσεις κατά γυναικών στα ασσανσέρ και πολλά και διάφορα άλλα παρόμοια. Που δεν μπορούν να αντιμετωπιστούν σε κάποιο ικανοποιητικό βαθμό, καθώς ούτε και ο αριθμός των σερίφηδων είναι καθόλου επαρκής, αλλά και διότι δεν μπορούν αυτοί οι σερίφηδες να παραφυλάγουν σε κάθε στενό της γειτονιάς, σε κάθε ασσανσέρ, στην είσοδο της κάθε πολύκατοικίας και έξω από το κάθε μαγαζί που δέχεται επίθεση για ληστεία. Λύση δεν φαίνεται στον ορίζοντα ούτε και για τώρα, και πολύ περισσότερο και για τους επόμενους καιρούς. Ετσι, για να είμαστε προσγειωμένοι στην πραγματικότητα.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου