Ηταν ένας καιρός στα πολύ παλιά χρόνια, στον οποίο οι τότε άνθρωποι δεν είχαν και πολλή αντίληψη των όρων « φυλή », « έθνος » και « κράτος ». Πότε ήταν αυτή η εποχή ; Τους καιρούς που οι άνθρωποι ήσαν λιγοστοί, δεν ήξεραν από πού κρατά η σκούφια τους, ποιές ήσαν οι σχέσεις τους με τους άλλους ανθρωπους που κατοικούσαν σε έναν ορισμένο γεωγραφικό χώρο. Και το μόνο που ήξεραν, ήταν ότι είχαν την ικανότητα να μιλούν με τους γείτονές τους, άσχετα αν αναγνώριζαν ότι ανήκουν στη δική τους φυλετική ομάδα.
Είχαν αυτοί οι παλιοί άνθρωποι ιδέα του τί σημαίνει ο όρος « πατρίδα » ; Μάλλον την είχαν, κι όταν αναφέρονταν σ΄αυτήν, εννοούσαν βέβαια τη μικρή περιοχή γύρω από τον οικισμό τους, κάποια χιλιόμετρα γύρω απ΄αυτόν, την περιοχή όπου έκαμναν το κυνήγι και ψάρεμά τους. Μέχρι εκεί έφταναν τα όρια της πατρίδας τους εκείνους τους καιρούς. Τώρα θα γεννηθεί μιά απορία, πώς μπορεί να τα ξέρω αυτά τα τόσο μακρυνά πράγματα ; Μάλιστα, σωστή η απορία. Είναι βέβαιο ότι δεν ζούσα εκείνη την εποχή, κι αν ζούσα, θα έφευγα σε μερικά χρόνια στα αιωνίους μονάς, έτσι δεν είναι ; Οχι, δεν τα ξέρω από προσωπική πείρα, είναι δεδομένο αυτό. Απλώς τα υποθέτω, αυτό είναι όλο. Και τα υποθετω, με βάση τα ευρήματα που βρεθηκαν στους πρώτους εκείνους οικισμούς.
Οι καιροί, οι αιώνες όμως περνούσαν. Και με την πάροδο των καιρών, μεγάλωνε και το μέγεθος της πατρίδας, οικισμοί που βρισκόντουσαν σε αρκετά μεγάλες αποστάσεις μεταξύ τους, αποτελέσανε την ευρύτερη πατρίδα. Και με την πάροδο και πολλών ακόμη αιώνων και χιλιετιών, δημιουργήθηκαν οι μεγάλες πατρίδες, πολλοί οικισμοί που απείχαν αποστάσεις μεταξύ τους, και τελικά εμφανίστηκαν και οι πόλεις, μικρές στην αρχή, μεγάλες αργότερα, που έγιναν οι « μεγάλες πατρίδες ». Και μαζύ μ΄αυτές, γεννήθηκε και η πρώτη αντίληψη του « έθνους », που έφερε μαζύ του και τον εθνικισμό, δηλαδή την ιδέα ότι η δική μας πατρίδα είναι ανώτερη σε πολλούς ή σε όλους τους τομείς από τις άλλες πατρίδες.
Και έτσι συνεχίστηκε η κατάσταση μέχρι και σήμερα. Ολοι οι άνθρωποι έχουν την δική τους πατρίδα, κι άλλος την αγαπά πολύ, άλλος λίγο κι άλλος καθόλου και καίει μάλιστα και τη σημαία της, το σύμβολό της. Λοιπόν, και ο γράφων έχει κι αυτός την πατρίδα του, γιατί να αποτελέσει εξαίρεση ; Αλλά παρά το γεγονός ότι έχει πατρίδα, συμβαίνει να έχει και άλλες πατρίδες. Μάλιστα, ενώ οι άνθρωποι έχουν μιά και μοναδική πατρίδα, εγώ έχω κι άλλες. Και θα καθήσω τώρα να τις αραδιάσω μιά μιά.
Εν πρώτοις, θα αναφέρω ότι η καθεαυτού πατρίδα μου - το έχω πεί αυτό κι άλλη φορά - είναι η πόλη μου. Που σ΄αυτήν γεννήθηκα το σωτήριο έτος 19..., σ΄αυτή μεγάλωσα, σ΄αυτήν απόχτησα τους φίλους μου. Σ΄αυτήν πήγα στο σχολείο και έμαθα κάποια γράμματα, σ΄αυτήν γύρισα όταν τέλειωσα τις σπουδές μου και αφού έκανα για ένα μικρό διάστημα σε άλλα μέρη. Αυτή είναι η κύρια πατρίδα μου, οι άλλες έρχονται σε δεύτερη μοίρα.
Ολοι μας έχουμε και μιά ευρύτερη πατρίδα, την ιστορική χώρα μας την Ελλάδα, που έδωσε τα φώτα του πολιτισμού στους άλλους ανθρώπους - έτσι λένε όλοι - και έμεινε η ίδια στο σκοτάδι. Σ΄αυτή την ευρύτερη πατρίδα, εντάσσεται και η στενή, η μικρή πατρίδα μου, η πόλη μου και πόλη σας. Είναι ένα μέρος του συνόλου, αυτού που το λέμε « η χώρα μας ».
Προτού αποχτήσω την μικρή αυτή πατρίδα, είχα και μιάν άλλη, πολύ μακρυνή βέβαια, αλλά κι αυτή δική μου. Ηταν η περιοχή της αρχαίας Ιωνίας, που μεγάλο πολιτισμό είχε, πολλούς σοφούς ανέδειξε - τρεις από τους επτά σοφούς της αρχαιότητας - και επιστήμονες που έβαλαν τις βάσεις για μεγαλύτερες προόδους στην ανθρωπότητα. Κάποιοι από αυτούς τους παλιούς προγόνους μου, μπορεί να ήσαν και μακρυνοί συγγενείς μου. Κι αυτή ακόμα η διάσημη Ασπασία, η γυναίκα του Περικλή, ( που πρωτύτερα ασκούσε το λίαν επικερδές επάγγελμα που το λένε « το αρχαιότερο επάγγελμα » ), πιθανόν να ήταν συγγενής μου. Πώς γίνε-ται αυτό ; Λοιπόν, είναι πολύ απλό. Η Ασπασία αυτή, όπως και ο σοφός Θαλής, ήσαν από τη Μίλητο. Από τη Μϊλητο καταγόντουσαν και οι πρόγονοί μου, που ήλθαν σαν άποικοι στον Εύξεινο Πόντο. Τώρα έχετε καταλάβει πώς γίνεται να είναι ίσως όλοι αυτοί συγγενείς μου. Λοιπόν, εκτός από άνθρωπος της πόλης μου της τωρινής, υπάρχει και μιά παλιά και ένδοξη.
Να λοιπον και ένας άνθρωπος που έχει δυό πατρίδες. Υπάρχουν και άλλοι που έχουν δυό πατρίδες, είναι αυτοί που φεύγουν απ΄τα μέρη τους, και πηγαίνουν σ΄αλλους τόπους για να βρούν την τύχη τους, στην Αμερική, την Αυστραλία, τη Βραζιλία και σ΄ άλλες χώρες. Και μπορεί και οι απόγονοί τους της τρίτης και τέταρτης γενιάς, να ξέρουν την πρώτη πατρίδα τους, αυτή των προγόνων τους.
Όμως, φαίνεται ότι κι αυτές οι δυό - και τρεις με τη Μίλητο - πατρίδες, δεν μου έφταναν τελικά. Από μικρή ηλικία, φαίνεται ότι έψαχνα να αποκτήσω κι άλλες πατρίδες, αυτό θα πεί να είσαι ανικανοποίητος σε ορισμένα πράγματα. Και τί εννοώ με τις αλλες πατρίδες ; Ότι θα έπρεπε να αναζητήσω προγόνους μου και σε άλλες χώρες του κόσμου, κάποιους μακρυνούς προγόνους σε άλλα σημεία της υφηλίου ; Οχι, δεν επρόκειτο περί αυτού, απλώς έψαχνα να γίνω « πνευματικός » υπήκοος και άλλων χωρών, χωρίς βέβαια να αποκτήσω διαβατήρια και ταυτότητες των χωρών αυτών.
Οι πρώτες πατρίδες μου ήσαν λογοτεχνικής υφής. Και πρώτη στον τομέα αυτό, έγινε πατρίδα μου η Γαλλία. Στην ηλικία των δεκατριών ετών, έπεσε στα χέρια μου, μιά μετάφραση σε αρχαϊζουσα γλώσσα του Ισιδωρίδη - Σκυλίτση των « Άθλιων » του Βίκτορα Ουγκώ. Μόλις τέλειωσα το διάβασμα του βιβλίου αυτού - τέσσερις τόμους μόνο, ο πέμπτος έλειπε - έγινα χωρίς να το θέλω Γάλλος υπήκοος. Σχετικά με τη λογοτεχνία μόνο, κατά τα άλλα παρέμεινα πιστός στην ελληνική μου εθνικότητα και υπηκοότητα. Τρία χρόνια νωρίτερα, στα δέκα μου χρόνια, τότε που έπεσα στα δίχτυα του έρωτα για πρώτη φορά ( εδώ γελάτε, το καταλαβαίνω απόλυτα αυτό ), είχα αρχίσει να διαβάζω μυθιστορήματα επιστημονικής φαντασίας του Ζυλ ( Ιούλιου ) Βερν, που κατά σύμπτωση ήταν κι αυτός Γάλλος, της ίδια μάλιστα εποχής με τον Ουγκώ.
Πέρασαν μερικά χρόνια ακόμα με συντροφιά τη γαλλική λογοτεχνία. Και ύστερα, ήλθε η σειρά της ρωσικής. Αρχισα με τον Φιόντορ Ντοστογιέφσκυ, το μεγαλύτερο συγγραφέα στο είδος του μυθιστορήματος, συνέχισα με τον Τολστόη, και ύστερα με άλλους, με κυριώτερο τον συνάδελφο στο επάγγελμα Άντον Τσέχωφ. Που είναι αναμφίβολα ο μαιτρ στον τομέα του διηγήματος, αν και πιό γνωστός είναι από τα θεατρικά του έργα. Και μ΄αυτόν τον τρόπο, έγινα και Ρώσος υπήκοος, χωρίς κι αυτή την φορά ρωσική - ή σοβιετική αν προτιμάτε - υπηκοότητα. Όπως είχε συμβεί και με τη Γαλλία.
Στο διάστημα όμως της « ρωσοποίησής » μου, ήλθαν στην επιφάνεια και άλλα πράγματα. Η ελαφρά μουσική των εποχών εκείνων, πριν από δεκαετίες. Και η μουσική εκείνη, ήταν κατά το πλείστον λατινοαμερικάνικη, με πρώτη την αργεντίνικη. Από τα τέλη του δέκατου ένατου αιώνα, ένας καινούργιος μουσικός και χορευτικός ρυθμός, παρουσιάστηκε στο Μπουένος ΄Αϋρες, την πρωτεύουσα της Αργεντινής, το τάνγκο. Που μετά λίγες δεκαετίες, κυρίεψε όλο τον κόσμο. Ηταν μιά καταπληκτική μουσική, και ένας εξαίσιος σε αυτοσχεδιασμούς αισθησιακός χορός. Το να κρατάς στην αγκαλιά σου τη ντάμα σου, και να σχεδιάζεις πάνω στην πίστα τα βήματά σου, ήταν πάντα μιά θαυμάσια εμπειρία. Που δεν την ξεχνάς ποτέ. Και έτσι, έγινα και Αργεντίνος.
Αλλά η ελαφρά μουσική δεν περιοριζόταν μόνο στην Αργεντινή, υπήρχε και στις Ενωμένες Πολιτείες και στην Κούβα. Στις Πολιτείες ήταν - στα μικρά μου χρόνια - το Τσάρλεστον, που το τραγουδούσα στους έρημους τότε από αυτοκίνητα δρόμους, στην ηλικία των τεσσάρων και πέντε ετών. Οσο για την Κούβα, είχε από τη δεκαετία του είκοσι διαμορφώσει μόνη της τη ρούμπα, λικνιστικό χορό με συχνά εξαιρετική μουσική. Και με τον τρόπο αυτό, έγινα και Αμερικάνός και Κουβανέζος, πάντα χωρίς ταυτότητα και διαβατήριο. Στην απόκτηση της αμερικάνικης υπηκοότητας, πολύ σημαντικό ρόλο έπαιξε και ο τότε εξαιρετικός αμερικανικός κινηματογράφος, ο πρώτος τότε στον κόσμο.
Περίπου τις ιδιες εποχές, πήρα και την ιταλική υπηκοότητα, ξεκινώντας από δυό και τρία πράγματα. Την κλασσική μουσική, την ελαφρά μουσική - που έκαμνε τότε παγκόσμια σουξέ - και τον ιταλικό κινηματογράφο, που κι αυτός είχε τις μεγάλες μέρες του. Που τις σπουδαίες παραγωγές του, η ελληνική τηλεόραση τις αγνοεί εντελώς τους καιρούς αυτούς.
Σειρά είχε την ίδια εποχή περίπου, και η βρεττανική - αγγλική υπηκοότητα. Που ξεκινούσε κι αυτή από τη λογοτεχνία του Ντίκενς, την αστυνομική φιλολογία του Αρθουρ Κόναν Ντόϋλ και της Άγκαθα Κρίστι, αλλά κι από το ποδόσφαιρο της εποχής εκείνης. Την πήρα κι αυτή την υπηκοότητα και εκεί φαίνεται ότι σταμάτησα.
Λοιπόν, ήταν μιά φορά κι ένα καιρό - συγκεκριμένα το 1863 - ένα διήγημα του αμερικανού΄Εντουαρντ΄Εβερεττ, « Ο άνθρωπος χωρίς πατρίδα ». Και να που έγινε και ο άνθρωπος με τις πολλές πατρίδες. Όλες τις παραξενιές φαίνεται ότι τις έχω εγώ, μυστήριο πράγμα.
Πολλά είπα για τις πολλές πατρίδες μου. Όμως, πρέπει να ομολογήσω - χωρίς κανένα ίχνος σωβινισμού - ότι η αληθινή πατρίδα μου, είναι αυτή που πρωτοανέφερα. Η δική μου πόλη, η πιό όμορφη, και στο χαρακτηρισμό αυτό, είμαι σωβινιστής και τοπικιστής, πρέπει να το παραδεχτώ. Αλλά δεν το λέω μονάχα εγώ, το είπε πριν από διακόσια πενήντα χρόνια ο διάσημος Αραβας - ή ίσως Τούρκος -
περιηγητής και γεωγράφος, ο Εβλιγιά Τσελεμπή. Στα μέσα του δέκατου όγδοου αιώνα, ο κοσμογυρισμένος αυτός άνθρωπος που πέρασε από τη μικρούλα τότε πόλη μας, έγραψε ότι μέρος σαν τη Δράμα δεν είχε ξαναδεί. Μέσα στα νερά και στα ποτάμια, μέσα στο πλήθος των δέντρων και την οργιώδη βλάστηση που είχε παρατηρήσει. Ο Εβλιγιά δεν ήταν Δραμινός, γι αυτό τα λόγια του έχουν πολύ μεγαλύτερη αξία από οποιουδήποτε άλλου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου