Δεν ξέρω αν κάνω λάθος, αλλά έχω την αμυδρή εντύπωση ότι αρκετοί συμπατριώτες μας νομίζουν ότι οι Ελληνες κατοικούσαν πάντοτε στο γεωγραφικό χώρο στον οποίο κατοικούν σήμερα. Φυσικά δεν είναι έτσι τα πράγματα, κι αυτό το γνωρίζουν οι περισσότεροι σύγχρονοι Ελληνες. Ξέρουν ότι οι διάφορες Ελληνικές φυλές, ήλθαν στο νότιο άκρο της Βαλκανικής χερσονήσου, ξεκινώντας από την κεντρικοανατολική Ευρώπη, ίσως από την Ουκρανία, ίσως από την περιοχη του ποταμού Βόλγα. Αλλά και εκεί βρέθηκαν - μαζύ με όλους τους ευρωπαϊκούς λαούς - όταν ήλθαν από τις περιοχές της κεντρικής Ασίας, κάπου από το υψίπεδο του Παμίρ, ή από τα βόρεια του Αφγανιστάν, του σημερινού Τατζικιστάν και των άλλων σημερινών Μουσουλμανικών κρατών, όπως του Ουζμπεκιστάν, του Κιργιστάν και του Τουρκμενισταν. Βέβαια, τίποτε δεν είναι απόλυτα σίγουρο, οι απόψεις των ειδικών αλλάζουν από καιρό σε καιρό πάνω σ΄αυτό, αλλά και σε πλήθος από άλλα θέματα.
Δεν κατέβηκαν στον σημερινό ελληνικό χώρο, όλες μαζύ οι ελληνικές φυλές. Οι πρώτοι που κατέβηκαν ήσαν οι Αχαιοί, αυτό είναι πέρα από σίγουρο. Εγκαταστάθηκαν στην Πελοπόννησο και μόνο σ΄αυτήν. Ακολούθησαν οι΄Ιωνες και οι οι Δωριείς, και τελευταίοι κατέβηκαν οι Μακεδόνες, που εγκαταστάθηκαν στην περιοχή ανάμεσα στο Στρυμώνα και την Πίνδο, δηλαδή στη σημερινή κεντρική και δυτική Μακεδονία.
Εμείς όμως θα παρατήσουμε τώρα τις άλλες ελληνικές φυλές, και θα ασχοληθούμε μόνο με τους Ίωνες, υπάρχει ειδικός λόγος που το κάμνουμε αυτό. Λοιπόν, οι Ίωνες κατέβηκαν πι-θανώτατα στην Ελλάδα γύρω στο 1600 π.Χ., τότε περίπου πρέπει να τοποθετηθεί η κάθοδός τους στην Ελλάδα. Και αντίθετα από ότι νόμιζα μέχρις εσχάτως, εγκαταστάθηκαν αρχικά στη Στερεά Ελλάδα, προς τα σύνορα με τη Θεσσαλία, και όχι στην Ιωνία της Μικράς Ασίας.
Οι Ίωνες ήσαν φυλή ειρηνόφιλη, και όταν μετά από λίγο διαστημα ήλθαν στην περιοχη τους κάποιοι Δωριείς - που ήσαν φυλή πολεμοχαρής και μαχητική - τους έδιωξαν από τα μέρη εκείνα. Και τότε μετακόμισαν στη Μικρασιατική ακτή, όπου έχτισαν πολλές πόλεις, όπως την Έφεσο, τη Φώκαια, τη Μίλητο, την Πριήνη και άλλες. Και διώχνοντας τους Αιολείς - μιά μικρή σχετικά ομάδα Ελληνική - κατέλαβαν και τη Σμύρνη, που την προσάρτησαν στη χώρα των Ιώνων, την γνωστή σαν Ιωνία.
Αλλά κοντός ψαλμός αλληλούϊα, το παρατραβήξαμε το σχοινί με τη φλυαρία μας. Αυτό στο οποίο θέλουμε να καταλήξουμε, είναι ότι γύρω στο 750 έτος π.Χ., οι Μιλήσιοι αποφάσισαν να αποικίσουν τις ακτές του Εύξεινου Πόντου. Ετοίμασαν τα καράβια τους, φόρτωσαν όσους ήθελαν να μετακομίσουν στις παραλίες του Εύξεινου Πόντου - φαίνεται ότι δεν τους άρεσε η Μίλητος - και γιαλό γιαλό, πέρασαν τα Δαρδανέλλια, την Προποντίδα και το στενό του Βοσπόρου, και προχώρησαν όλο παραλιακά στις ακτές της Μικράς Ασίας. Και μιά από τις πρώτες αποικίες που έστησαν εκεί, ήταν η Σινώπη. Και προχωρώντας παραπέρα, αποίκισαν και άλλες παραλίες, με την Αμισό, την Τραπεζούντα και άλλες ακόμα.
Πέρασαν πολλοί αιώνες, φτάσαμε στο 400 π.Χ. Στους δρόμους της Αθήνας, έκανε την εμφάνισή του ένας πολύ παράξενος τύπος. Ηταν ντυμένος πολύ φτωχικά, έτρωγε επίσης πολύ φτωχικά και κατοικούσε μέσα μέσα σε ένα ξύλινο πιθάρι. Οι Αθηναίοι δεν τον ήξεραν, βρε από πού ξεφύτρωσε αυτός ο άνθρωπος ; Αλλά δεν άργησαν πολύ να μάθουν τα καθέκαστα, τους τα είπε ο ίδιος ο ξένος.
Καταγόταν - τους είπε - από τη Σινώπη, την παλιά αποικία των Μιλήσιων. Ο πατέρας του ήταν διορισμένος στο Δήμο της Σινώπης, ειδικά στον τομέα εισπράξεων των δημοτικών τελών ή κάτι τέτοιο. Και κάποιοι τον κατηγόρησαν ότι έκανε κατάχρηση στα χρήματα του Δήμου, και οι κάτοικοι και οι προύχοντες της Σινώπης, τον καταδίκασαν σε ισόβια εξορία από την πόλη τους. Και μαζύ μ΄αυτόν, και όλη την οικογένειά του. Τους πήγαν μέχρι τα σύνορα της πόλης, και την ώρα του αποχαιρετισμού, τους είπαν : « Σας καταδικάζουμε να μην ξαναγυρίσετε ποτέ στη Σινώπη ». Και τότε ο νεαρός γιός του υποτιθέμενου ή αληθινού καταχραστή, γυρνώντας στους συμπατριώτες του, τους είπε : « Και εγώ σας καταδικάζω να μείνετε για πάντα στη Σινώπη ».
Λοιπόν, το έχετε καταλάβει, ήταν ο Διογένης, ο κυνικός φιλόσοφος, ο σπουδαιότερος μάλιστα από τη γνωστή αυτή φιλοσοφική σχολή. Αυτός ο Διογένης, έλεγε ότι ο άνθρωπος δεν χρειάζεται τίποτε άλλο στην ζωή του, παρά μόνο τα ελάχιστα αναγκαία για να επιβιώνει, τίποτε άλλο, καμμιά πολυτέλεια, καμμιά ιδιαίτερη απόλαυση. Τί τα θέλετε τα πλούτη, τις πολυτελείς κατοικίες, τα δείπνα - που πολύ τα συνήθιζαν τότε, αλλά τα συνηθίζουν και τώρα οι Αθηναίοι - και τα πολλά καταναλωτικά αγαθά. ( Πού να ήσουν σήμερα Διογένη να δεις τι γίνεται στις αγορές των πόλεων, ακόμα και των χωριών, με τα σουπερμάρκετς, τα πολυκαταστήματα, τα αυτοκίνητα - ειδικά τα πολυτελή και ακριβά - και τα πολυποίκιλα κέντρα διασκέδασης των σύγχρονων. Και σύ κατηγορούσες τους Αθηναίους της εποχής σου, που τα μόνα που είχαν, ήσαν ένας ποδήρης χιτώνας, δυό ζευγάρια σανδάλια, ένα σπίτι χωρίς φώς και νερό, χωρίς θέρμανση, λίγα ζαρζαβατικά, λίγο κρέας και λίγο ψάρι στα γεύματά τους, και η μόνη τους απολαυση - ελλείψει θεάτρων, κινηματογράφων, νυχτερινών κέντρων και τηλεόρασης - ήσαν τα δείπνα τους και το κρασί που έβγαινε άφθονο στα Μεσόγεια της Αττικής ).
Αυτά έλεγε στους Αθηναίους ο Διογένης, αλλά φυσικά κανένας δεν τον άκουγε, άσε τον τρελλό στην τρέλλα του, αυτό ίσως να έλεγαν γι αυτόν. Όπως είναι φυσικό, ο ιδιόρρυθμος αυτός φιλοσόφος, δεν έγραψε ούτε μιά γραμμή σχετικά με τις απόψεις του αυτές, παρ΄όλο που ήξερε πολύ καλά γραφή και ανάγνωση. Αν έγραφε κάποιες από τις ιδέες του, θα έλεγε ότι πρέπει να ζούν οι άνθρωποι σαν τους σκύλους, όπως δηλώνει και η φιλοσοφική άποψη των κυνικών, δηλάδή μ΄ άλλα λόγια μιά σκυλίσια ζωή. ( Αν και μεταξύ μας, πολλοί σκύλοι περνούν πολύ καλύτερα από πάρα πολλούς ανθρώπους, ειδικά από αυτούς που ζούν στις χώρες όπου επικρατεί πείνα ).Αλλά δεν έγραψε όπως είπαμε τίποτε, και τα μόνα πράγματα που ξέρουμε γι αυτόν, είναι από σύγχρονούς του συγγραφείς, και ότι γνωρίζουμε από τα ανέκδοτα και τις ιστοριούλες που κυκλοφορούσαν γι αυτόν την εποχή εκείνη. Κι αυτές οι ιστοριούλες - που ήσαν πάμπολλες - έδειχναν με τον καλύτερο τρόπο την φιλοσοφία του.
Δυό από τις ιστοριούλες αυτές είναι πολύ γνωστές, η μιά είναι με το γνωστό φανάρι του Διογένη, με το οποίο γυρνούσε στους δρόμους της Αθήνας ντάλα μεσημέρι. Και όταν τον ρωτούσαν οι Αθηναίοι για ποιό λογο είχε αναμμένο το φανάρι του σε μιά ημέρα ολόφωτη από το φώς του αττικού ουρανού, τους απαντούσε : « Ανθρωπο ζητώ », εννοώντας άνθρωπο έντιμο, καλό, ηθικό. Και το δεύτερο, εξ ίσου γνωστό, είναι το σχετικό με τη συνάντηση που είχε με τον Αλέξανδρο τον Μακεδόνα, όταν ο τελευταίος μπήκε κατακτητής στην Αθήνα και θέλησε να γνωρίσει το Διογένη. Ρώτησε λοιπόν ο Αλέκος τον Διογένη, ποιά χάρη - οποιαδήποτε - ήθελε να του κάνει. Και ο Διογένης αποκρίθηκε : « Να παραμερίσεις λίγο, γιατί μου κρύβεις τον ήλιο ».
Υπάρχουν όμως αρκετές ακόμα ιστορίες και ανέκδοτα που σχετίζονται με τον Σινωπέα και Αθηναίο φιλόσοφο. Όλα τα ανέκδοτα αυτά, δείχνουν τη φιλοσοφική σκέψη του, που δεν την πέρασε ποτέ σε γραπτό. Θα προσπαθήσουμε να θυμηθούμε μερικά από αυτά, αν και θα είναι πολύ λίγα σε σχέση με όλα που κυκλοφορούν ακόμα και σήμερα.
Μιά μέρα, ένας Αθηναίος προσκαλεσε τον Διογένη να περάσει από το σπίτι του, ίσως ήθελε να τον φιλοξενήσει για μερικές ώρες και να γευματίσει μαζύ του. Όταν έφτασαν στο σπίτι, ο Διογένης παρατήρησε μιά επιγραφή που ήταν γραμμένη - από τον ιδιοκτήτη του σπιτιού βεβαια - πάνω από την εξώπορτα του σπιτιού, που έλεγε : « Κανένας φαύλος να μην περάσει από αυτή την πόρτα ». Και τότε ο κυνικός φιλόσοφος, γυρνώντας προς τον σπιτονοικοκύρη, ρώτησε : « Λοιπόν, εσύ από πού μπαίνεις στο σπίτι σου, από το παράθυρο ; ».
Ένα άλλο ανέκδοτο - που δεν ξέρω αν έχει αληθινή ιστορική βάση - είναι το παρακάτω. Λέει λοιπόν, ότι κάποτε επρόκειτο να πουληθεί ο Διογένης σαν δούλος, σε ένα σκλαβοπάζαρο που γινόταν στην Αίγινα ή στη Σαλαμίνα, δεν θυμάμαι σε ποιό από τα δυό νησιά ακριβώς. Το πώς βρέθηκε στην κατάσταση του δούλου, μού φαίνεται εξαιρετικά παράδοξο, γι αυτό και δεν έχω και τόση εμπιστοσύνη στην αλήθεια του πράγματος. Εν πάση περιπτώσει, ας ακολουθήσουμε τη σειρά των γεγονότων, όπως περιγράφεται στο - αμφίβολης όπως είπαμε αλήθειας - ανέκδοτο αυτό. Οι μέλλοντες να αγοράσουν δούλους, ρωτούσαν τον καθένα από αυτούς, σε ποιά πράγματα ήσαν ικανοί, ποιές επιδεξιότητες είχαν. Και κάποτε, έφτασε ένας από τους υποψήφιους αγοραστές να αγοράσει τον Διογένη. Τον πλησίασε λοιπόν, και τον ρώτησε « Δεν μου λές εσύ, σε ποιά πράγματα είσαι ικανός, τί μπορείς να κάμνεις ; ». Και ο κυνικός φιλόσοφος αποκρίθηκε : « Άρχειν ανθρώπων », δηλαδή « να κυβερνώ ανθρώπους ».
Μιά ιστορία που είναι πολύ γνωστή - αν και ίσως αμφίβολης ιστορικής ακρίβειας - είναι και αυτή που σχετίζεται με τη Λαϊδα, την περιώνυμη εταίρα της Κορίνθου. ( Αναφέρονται τουλάχιστον τρεις εταίρες με αυτό το όνομα, οι δυό από αυτές κατοικούσαν στην Κόρινθο, πόλη με πολλά c a l l g i r l s πολύ ακριβά, εξ ού και η αρχαία ρήση « Ού παντός ανδρός εστί πλείν ες Κόρινθον » ). Φαίνεται ότι η περί ής ο λόγος Λαϊδα, ερχότανε αρκετα συχνά και στην Αθήνα, όπου είχε κάποιους πλούσιους « πελάτες ».
Σύμφωνα πάντα με αυτή την ιστοριούλα, ο Διογένης - που ναι μεν έλεγε ότι μόνο τα τελείως απαραίτητα χρειάζονται στον άνθρωπο, αλλά έβαζε και τις γυναίκες σ΄αυτά τα απαραίτητα - επιθυμούσε πολύ τη Λαϊδα. Αλλά ούτε η εμφάνισή του, ούτε το ανύπαρκτο βαλάντιό του, ταίριαζαν με την επιθυμία του αυτή. Λοιπόν, κάποιοι φίλοι του που ήξεραν την αδυναμία του αυτή, προσφέρθηκαν - δήθεν - να τον εξυπηρετήσουν στην υπόθεση αυτή. Μίλησαν στην υπηρέτρια της Λαϊδας και της είπαν τα καθέκαστα. Και ζήτησαν από αυτήν να υποδυθεί τη Λαϊδα. Και αυτή δέχτηκε.
Είπαν ύστερα στον φιλόσοφο : « Ξέρεις, τα έχουμε κανονίσει με τη Λαϊδα, μάλιστα εμείς θα την πληρώσουμε για την υπηρεσία που θα σου προσφέρει. Αλλά έχει βάλει κάποιους όρους που θα πρέπει να τηρηθούν, δεν θέλει να εκτεθεί, έτσι λέει ». Και ποιοί είναι αυτοί οι όροι ; » ρώτησε ο Διογένης. « Να πώς θα γίνουν τα πράγματα. Θα είναι σκοτεινή νύχτα. Θα πάς και θα ξαπλώσεις σε μιά γωνιά του δωματίου που θα σου παραχωρήσουμε. Εκεί θα έλθει λίγο αργότερα και η Λαϊδα, και θα κοιμηθεί μαζύ σου. Θα σου μιλά χαμηλοφωνα, και δεν θα προσπαθήσεις να ανάψεις κανένα κερί για να τη δείς ». Ο Διογένης που λαχταρούσε πολύ τη Λαϊδα, δέχτηκε αυτούς τους όρους.
Τα πράγματα έγιναν έτσι όπως σχεδιάστηκαν. Νύχτωσε βαθιά, και ήλθε η υπηρέτρια με σκεπασμένο το πρόσωπο με ένα είδος τσαντόρ, και κοιμήθηκε με τον Διογένη. Αλλά κατά το ξημέρωμα, ήλθαν οι φίλοι του στο μέρος εκείνο. Και μόλις έφεξε, ξύπνησε και ο Διογένης, και τι να δεί ; Δεν ήταν η Λαϊδα, αλλά η υπηρέτριά της. Μπήκαν τότε οι φίλοι του γελώντας θριαμβευτικά για την επιτυχία του κόλπου τους. Αλλά ο φιλόσοφος έμεινε ατάραχος. Και είπε το πασίγνωστο εκείνο : « Γιατί γελάτε ρε μασκαράδες ; Δεν ξέρετε, ότι του λύχνου σβυσθέντος, πάσα γυνή Λαϊς εστί ; ».
Εχω αρκετές φορές αναφερθεί σε κάποιον συγγενή μου από τη Μίλητο, τον Θαλή, έναν από τους επτά σοφούς της αρχαίας Ελλάδας. Από πού και ως πού είναι συγγενής μου, έστω και πολύ, πάρα πολύ μακρυνός ; Απλούστατα, επειδή κατάγομαι κι εγώ από τη Μίλητο, Μιλήσιοι ήσαν αυτοί που ίδρυσαν την πατρίδα μου στα Ποντιακά παράλια. Μέσα λοιπόν από πολλές διασταυρώσεις, είναι πολύ πιθανό μέχρι σίγουρο, ότι πρέπει να έχω μιά συγγένεια, έστω χιλιοστού ή δεκάκις χιλιοστού βαθμού με τον μεγάλο σοφό, αυτή είναι η γνώμη μου και όποιος θέλει τη δέχεται.
Το ίδιο ακριβώς συμβαίνει και με την περίπτωση του Διογένη. Κι αυτός ήταν Μιλήσιος στην καταγωγή, επομένως μπορεί να είναι κι αυτός συγγενής μου, έτσι λέει η λογική ( μου ). Αλλά βλέπω ότι και πάλι γελάτε κάτω απ΄τα μουστάκια σας - όσοι βέβαια έχετε - διαβάζοντας τους ισχυρισμούς αυτούς. Είναι φυσικό αυτό, και δεν προσπαθώ να πείσω κανένα για τις ιδέες μου αυτές. Αλλά πρέπει να θυμόμαστε πάντοτε και το γνωστό ρητό, ότι « στην Ελλάδα είσαι ότι δηλώσεις ».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου