Σ΄αυτόν τον κόσμο που βρεθήκαμε μιά μέρα που κανείς μας δεν τη θυμάται, συμβαίνουν κάθε μέρα πολλά και διάφορα πράγματα, αυτά που ονομάζουμε « γεγονότα » στα ελληνικά, « e v e n t s » στα αγγλικά -πρέπει οι πάντες να μάθουν να μιλάνε αγγλικά αμέσως τώρα, αλλοιώς θα μείνουμε εκτός νυμφώνος πολύ γρήγορα - και με άλλα ονόματα σε άλλες γλώσσες. Από το πρωϊ που θα ξυπνήσουμε, μέχρι τα μεσάνυχτα που θα πάμε για ύπνο, ακούμε πολλές ειδήσεις από το ραδιόφωνο, την τηλεόραση, και επίσης διαβάζουμε και εφημερίδες. Όλα αυτά που ακούμε και διαβάζουμε, είναι μιά ακατάσχετη ροή από γεγονότα, από τα οποία, άλλα συμβαίνουν στο άμεσο περιβάλλον μας, άλλα μέσα στα όρια της χώρας μας, και άλλα σε χώρες κοντινές ή μακρυνές.
Από αυτά τα γεγονότα, άλλα αφορούν την πολιτική, άλλα την παγκόσμια οικονομία, άλλα σε εμπόλεμες καταστάσεις, και άλλα αναφέρονται σε μικροπράγματα της καθημερινότητας, μικροσυμβάντα που τα βλέπουμε και κοντά μας, και τα ακούμε να γίνονται και σε άλλα μέρη. Και τα μεν γεγονότα που αφορούν πολιτική, οικονομία, πολέμους και γενικά πράγματα « σημαντικά », τα σχολιάζουν οι ειδικοί πάνω στα επί μέρους θέματα. Αλλά για τα γεγονότα της καθημερινότητας, τα μικρά και « ασήμαντα », υπάρχουν άνθρωποι ειδικευμένοι, που ασχολούνται με τον σχολιασμό τους. Αυτοί οι άνθρωποι εμφανίστηκαν τον δέκατο ένατο αιώνα στις γαλλικές εφημερίδες, και ήσαν οι λεγόμενοι « χρονογράφοι ». Λίγο καιρό ύστερα, εμφανίστηκαν και στην Ελλάδα - και σε άλλες βέβαια χώρες - οι νέοι αυτοί « ιστορικοί » της καθημερινότητας.
Ο άνθρωπος που ασχολείται με το χρονογράφημα, πρέπει κατά κύριο λόγο να διαθέτει ένα ειδικό στυλ γραφής, που χαρακτηρίζεται από πνεύμα, χιούμορ, όμορφο λόγο, τέλεια γνώση της γλώσσας και άψογο χειρισμό της. Πρέπει να εμφανίζει τα θεματά του με ζωηρές εικόνες, καλοστημένες φράσεις, σχήματα λόγου παραστατικά. Και πολλά άλλα που δεν μπορώ να τα αναφέρω, για τον πολύ απλό λόγο ότι δεν τα ξέρω.
Ο άνθρωπος που έφερε το χρονογράφημα στην Ελλάδα, ήταν ο Κωνσταντίνος Πωπ, βιβλιοθηκάριος της Εθνικής Βιβλιοθήκης, κάπου στα μέσα του δέκατου ένατου αιώνα. Τον ακολούθησαν μερικά μεγάλα ονόματα της λογοτεχνίας, όπως ο Εμμανουήλ Ροϊδης, ο Δημήτριος Καμπούρογλου, ο Αγγελος Βλάχος και άλλοι. Μιά δεύτερη γενιά χρονογράφων, περιελάμβανε - μεταξύ άλλων - τον Μπάμπη Αννινο, τον Ιωάννη Κονδυλάκη, τον Παύλο Νιρβάνα, τον Κωστή Παλαμά. Η κατοπινή γενιά ειχε τον Σπύρο Μελά, την Ελένη Βλάχου, το Δημήτρη Ψαθά, τον Παύλο Παλαιολόγο και άλλους. Ολοι τους ήσαν σπουδαίοι συγγραφεις, μερικοί μάλιστα από αυτούς έγραψαν και σημαντικά έργα για το θέατρο, κυρίως κωμωδίες.
Ολη αυτή την αναφορά για το χρονογράφημα και τους χρονογράφους, την έφερα εδώ, καθώς μου ήλθε στο νού ένας ιδιότυπος χρονογράφος του δέκατου ένατου αιώνα, ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, στρατιωτικός και συγγραφέας, συνώνυμος και ίσως και συγγενής της γενιάς των Κολοκοτρωναίων της Ελληνικής Επανάστασης. Ο άνθρωπος αυτός έγραφε χρονογραφήματα στον Αθηναϊκό τύπο με το ψευδώνυμο « Φαλέζ ». Κάθε μέρα είχε και ένα χρονογράφημα, το οποίο έκλεινε με ένα τετράστιχο που είχε τη θέση συμπεράσματος στις σκέψεις που είχε παραθέσει στο χρονογράφημά του. Και ιδού το πιό χαρακτηριστικό από όλα, που το είχα
διαβάσει πριν από αρκετές δεκαετίες, αλλά το θυμάμαι και τώρα σαν να ήταν χθες.
Μιά είδηση της ημέρας εκείνης, ανέφερε ότι ένας κυνηγός που κυνηγούσε κάπου στην Αττική - ίσως στο Λαύριο, δεν θυμάμαι καλά - είχε δεί ένα ζευγάρι πελαργών ακουμπισμένο πάνω σ΄ ένα τοίχο. Ο κυνηγός σημάδεψε, πυροβόλησε και σκότωσε τον ένα από το ζευγάρι των πελαργών. Ο Φαλέζ λοιπόν, αφού καυτηρίασε με τα κατάλληλα λόγια τον κυνηγό αυτό που χτυπούσε λελέκια αντί για κανονικά θηράματα, έκλεισε το χρονογράφημά του με το παρακάτω τετράστιχο, όπως συνήθιζε.
Δύο λελέκια ήτανε στον τοίχο καθισμένα,
και πέρασ΄ ένας κυνηγός και σκότωσε το ένα.
Ανάθεμά σε κυνηγέ που σκότωσες το ένα,
και δεν τα σκότωνες τα δυό, να πάν΄ ανταμωμένα.
Αλλά την επόμενη μέρα, σε μιά άλλη Αθηναϊκή εφημερίδα, κάποιος που θέλησε να « κάνει πλάκα » στον Φαλέζ, ανέφερε ότι κάποιος είχε δυό γελέκια κρεμασμένα σε ένα τοίχο, και κάποιος κλέφτης πέρασε από εκεί και του έκλεψε το ένα γελέκι. Και έκλεινε το κομμάτι αυτό
με ένα τετράστιχο, που έλεγε τα παρακάτω λόγια :
Δύο γελέκια ήτανε στον τοίχο κρεμασμένα,
και ένας κλέφτης πέρασε και έκλεψε το ένα.
Ευχαριστώ σε κλέφταρε που έκλεψε το ένα,
και δεν τα πήρες και τα δυό, να μείνω με κανένα.
Την επόμενη μέρα, ο Φαλέζ διάβασε το αθώο μάλλον σατιρικό που είχε γράψει ο άγνωστος στον ίδιο άνθρωπος, θύμωσε με την « πλάκα » αυτή, και ανταπάντησε με το παρακάτω τετράστιχο :
Ενας ζευζέκης είχε δυό γελέκια κρεμασμένα,
και ένας κλέφτης πέρασε και έκλεψε το ένα.
Ανάθεμα σε κλέφταρε που πήρες το γελέκι,
ενώ θα έκαμνες καλά να δείρεις τον ζευζέκη.
Αυτά τον παλιό εκείνο καιρό με τους χρονογράφους και τα χρονογραφήματά τους. Καιρό που πέρασε και έφυγε, και δεν θα ξαναφανεί πιά.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου