Ηταν όπως θυμάμαι - αρκετά περίεργο μετά από τόσες δεκαετίες - η 5η Οκτωβρίου του έτους 19..., ημέρα Δευτέρα και ώρα εννέα περίπου το πρωϊ. Βρισκόμαστε στο χώρο μπροστά από την κεντρική είσοδο του Πανεπιστημίου της Θεσσαλονίκης, καμμιά πεντακοσαριά νεαροί, κάπου στα δεκαοκτώ με δεκαεννιά χρονών. Γιατί μαζευτήκαμε εκεί όλο αυτό το ασκέρι ; Πολύ απλό, αρχίζουν οι εισαγωγικές εξετάσεις στο Πανεπιστήμιο της Θεσσαλονίκης, και θα δώσουμε τα τέσσερα μαθήματα μέσα σε δυό μέρες. Αυτό το πρωϊ, γράφουμε έκθεση ιδεών, το ίδιο απόγευμα Φυσική, την άλλη μέρα Χημεία και Βιολογία, πρωϊ και απόγευμα πάντοτε. ( Μπορεί να μπέρδεψα τη σειρά των τριών τελευταίων μαθημάτων, αλλά δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι έχει περάσει πολύς καιρός από τότε, πολύ νερό κύλησε κάτω από τη γέφυρα. Και θα έχετε ακούσει ότι από κάποια ηλικία και ύστερα, παρουσιάζεται σε κάποιους ανθρώπους και η γνωστή νόσος του Αλζάϊμερ, ( ή Αλτσχάϊμερ, αν προτιμάτε ).
Σε λίγη ώρα, δίνεται η εντολή να προχωρήσουμε προς το εσωτερικό του παλιού κτιρίου, το οποίο πρωτύτερα το χρησιμοποιούσαν για κάποιο άλλο σκοπό - αλλά δεν θυμάμαι ποιόν - και από το 1927 που ιδρύθηκε το Πανεπιστήμιο της Θεσσαλονίκης, εγκαταστάθηκε σ΄αυτό το κάπως νεοκλασσικό κτίριο. Μπαίνουμε λοιπόν μέσα και ανεβαίνουμε στον πρώτο όροφο, αν δεν κάνω λάθος. Εκεί, μας βάζουν να καθήσουμε σε θρανία, σαν τα θρανία των σχολείων, μας δίνουν τις κόλλες, και σε λίγο μας δίνεται και το θέμα. Είναι ένα αρχαίο ρητό. ( Την εποχή εκείνη, τα συνηθισμένα θέματα των εκθέσεων, ήσαν είτε αρχαία ρητά, είτε λαϊκές παροιμίες ). Και το ρητό εκείνο που έπρεπε να αναλύσουμε και να αναπτύξουμε, έλεγε : « Επιθυμία μεν ελάχιστα κατορθούται, προνοία δε πλείστα ».
Λοιπόν, είναι πάρα πολύ εύκολο το νόημα του ρητού αυτού. Θέλεις να αποκτήσεις κάποιο πράγμα, θέλεις να γίνεις κάτι στην δουλειά σου, στην κοινωνία, θέλεις να γίνεις επιστήμονας, τεχνίτης, δικηγόρος, γιατρός και πολλά άλλα. Αν δεν καταβάλεις μιά σοβαρή προσπάθεια για να πετύχεις αυτό που επιθυμείς, το να θέλεις απλώς κάποιο από τα πράγματα και τα επιτεύγματα αυτά, δεν αρκεί. Πρέπει οπωσδήποτε και να καταβάλεις και τους ανάλογους κόπους που χρειάζονται για να αποκτήσεις αυτά τα πράγματα, αυτές τις επιτυχίες. Αν κάθεσαι με σταυρωμένα τα χέρια, περιμένοντας να σου έλθουν αυτά χωρίς κόπο, τότε άδικα θα περιμένεις. Αυτό είναι το νόημα του ρητού αυτού, και ο πιό βλάκας, αυτός με διανοητικό πηλίκο εβδομήντα, θα το καταλάβει. ( Αρκεί βέβαια να του το μεταφράσεις από το αρχαίο ελληνικό κείμενο ).
Το κατάλαβα το νόημα του ρητού, τώρα ήλθε η ώρα να γράψω την έκθεση των ιδεών. Και βέβαια ξέρω ποιές είναι οι ιδέες που πρέπει να αναπτύξω, είμαι σαϊνι σ΄ αυτά τα πράγματα. Παίρνω λοιπόν τον κονδυλοφόρο στο δεξί μου χέρι, τον βουτώ στο μελανοδοχείο - την εποχή εκείνη δεν υπήρχαν στυλό διαρκείας, τα λεγόμενα μπικ, υπήρχαν στυλογράφοι αλλά ήσαν ακριβοί - και βάζω την πέννα να γράφει. Γράφει λοιπόν τη μιά λέξη μετά την άλλη, τη μιά φράση μετά την άλλη, και την μιά παράγραφο μετά την προηγούμενη. Μας έχουν δώσει νομίζω δυό ή δυόμισυ ώρες προθεσμία να γράψουμε, και ύστερα πρέπει να παραδώσουμε το γραπτό μας.
Δεν μου χρειάζονται οι δυόμισυ ώρες, έχω έτοιμο το γραπτό σε λιγότερο από δυό ώρες. Είμαι απόλυτα ευχαριστημένος από αυτά που έχω γράψει, μεγαλο βαθμό περιμένω να βάλουν οι εξεταστές. Γιατί τόσο αισιόδοξος ; Επειδή πάντοτε έγραφα καλές εκθέσεις ιδεών, και βαθμούς καλούς έπαιρνα, δεκαπέντε συνήθως με βάση το δέκα. ( Οι σημερινοί Ελληνες, δεν ξέρουν τι σήμαινε την εποχή κείνη το να παίρνεις δεκαπέντε ή και δεκατέσερα. Σήμερα οι βαθμοί δίνονται αφειδώς, τα εικοσάρια και τα δεκαεννιάρια πέφτουν βροχή. Αλλά μιλάμε για άλλες εποχές με άλλα κριτήρια ).
Μετά από δεκαπέντε περίπου μέρες βγαίνουν τα αποτελεσματα, το όνομά μου είναι στους επιτυχόντες, στην τριακοστή δεύτερη θέση, δεν είναι καθόλου ασχημα για κάποιον που ουσιαστικά δεν πήγε στο γυμνάσιο. Και μετά λίγες μέρες, όταν πηγαίνω να κάνω την εγγραφή μου στη σχολή, πηγαίνω να πάρω και τους κατά μάθημα βαθμούς. Υπολογίζω για την εκθεση τουλάχιστον επτά, αν όχι οκτώ, με άριστα το δέκα και βάση το πέντε. Ανθρωποι φιλόλογοι είναι οι καθηγητές, θα καταλάβουν ποιοί ξέρουν να γράφουν καλά ελληνικά, με σωστή ορθογραφία και καλή σύνταξη.
« Ορίστε οι βαθμοί σας », μου λέει η αρμόδια υπάλληλος. « Δέκα στην Εκθεση, τριάντα στη Φυσική, εικοσιένα στη Χημεία, δεκαοκτώ στη Βιολογία. Αυτοί είναι ». ( Πρόκειται για άθροισμα βαθμολογιών που έβαλαν τρεις εξεταστές, δηλαδή τρία και ένα τρίτο στην Εκθεση, δέκα στη Φυσική, επτά στη Χημεία και έξι στη Βιολογία ). « Κάποιο λάθος πρέπει να έχει γίνει δεσποινίς », λέγω, « η Εκθεση και η Φυσική έχουν γραφτεί ανάποδα ». « Οχι, έτσι ακριβώς είναι τα πράγματα ». Μένω ενεός από το άκουσμα αυτών των αποτελεσμάτων. Τρία και ένα τρίτο στην Εκθεση ; Τρελλά πράγματα.
Και όμως έτσι είναι, δεν είναι τρελλά τα πράγματα, είναι απόλυτα φυσιολογικά. Και λοιπόν, τί έχει γίνει και ο βαθμός είναι τόσο χαμηλός, εξευτελιστικός θα έλεγα ; Κάποιο βαρύ λάθος πρέπει να έκανα και πήρα αυτό το βαθμό, αλλοιώς δεν εξηγείται το πράγμα. Και πράγματι, κάτι τέτοιο έγινε και δεν το πήρα τότε χαμπάρι. Απλώς,απλούστατα, βγήκα σε κάποιο σημείο από το θέμα, κάπου στραβοπάτησα, βγήκα από το μονοπάτι και περιπλανήθηκα σε άλλες ατραπούς. Και όταν βγής έστω και λίγο από το θέμα, αυτή είναι η κατάληξη, κάτι μας είχαν πεί νωρίτερα πάνω σ΄αυτό το ζήτημα.
Δεν ξέρω αν τα ίδια πράγματα ισχύουν και σήμερα. Πολλά έχουν αλλάξει από τις εποχές εκείνες τις μακρυνές, δεν αποκλείεται να αντιμετωπίζεται διαφορετικά σήμερα αυτό το ζήτημα. Να υπάρχει διαφορετική εκτίμηση της εκτροπής - έστω και για λίγο - από το θέμα της έκθεσης των ιδεών. Πάντως, απ΄ότι θυμάμαι, ούτε στις εκθέσεις που γράφαμε στο γυμνάσιο, επιτρεπότανε να βγαίνει κανείς από το θέμα, ίσως πάντως αυτό να μην το εφαρμόζανε και τόσο πολύ σχολαστικά.
Η προσωπική μου άποψη πάνω στο ζήτημα της εκτίμησης της αξίας μιάς έκθεσης ιδεών, είναι η παρακάτω. Κατά πρώτο λόγο, θα πρέπει να λαμβάνεται υπ΄ όψιν η σωστή σύνταξη του γραπτού λπογου, να διαπιστώνεται δηλαδή ότι ο γράφων είναι κάτοχος της γλώσσας, ότι οι προτάσεις του είναι σωστά τοποθετημένες και σύμφωνα με τους κανόνες. Οσο καλά κι αν βρίσκεται κανείς μέσα στο θέμα του και δεν ξεφεύγει απ΄αυτό, μικρή αξία πρέπει να έχει αυτή η ικανότητά του, αν δεν χειρίζεται σωστά τη γλώσσα. Αυτή είναι - κατά την πτωχή γνώμη μου - η πρώτη προϋπόθεση.
Μιά άλλη παράμετρος που δεν φαίνεται να την έπαιρναν άλλοτε υπ όψιν, και ίσως ούτε και τώρα να την παίρνουν, είναι η κατά το δυνατόν καλή ορθογραφία του κειμένου. Βέβαια, η γλώσσα έχει αλλάξει πολύ από τότε με τη γλωσσική μεταρρύθμιση, αλλά και η καινούργια γλώσσα έχει κι αυτή τους ορθογραφικούς κανόνες της. Κι όταν μιλάμε για κανόνες ορθογραφικούς, πρέπει να προσθέσουμε, ότι οι περισσότεροι ορθογράφοι γράφουν σωστά, όχι επειδή θυμούνται τους κανόνες ή την ετυμολογία των λέξεων, αλλά επειδή διαθέτουν ισχυρή οπτική μνήμη. Αν λ.χ. ο γράφων έχει σωστή ορθογραφία και σπάνια πέφτει σε λάθη -μερικά που δεν πάνε με τη σύγχρονη ορθογραφία δεν πρέπει να τα λάβουμε υπ΄ όψιν για ευνόητους λόγους - δεν είναι επειδή ξέρει κανόνες και ετυμολογία - που δεν τα ξέρει ή δεν τα θυμάται -αλλά απλούστατα ότι έχει οπτική μνήμη. Όταν γράψει κάτι και αυτό του φαίνεται ανορθόδοξα γραμμένο, δεν το θυμάται να το είδε ποτέ γραμμένο έτσι, κοιτάζει να το αλλάξει. Και με μιά δυό αλλαγές, φαίνεται να βγαίνει η σωστή εικόνα της λέξης.
Αυτά έγιναν τω καιρώ εκείνω στην αλησμόνητη εκείνη εισαγωγική εξέταση στην έκθεση ιδεών, και στην οποία ( όπως θα έλεγε και ο Γεώργιος Σουρής )
κ α ι α π ε ρ ρ ί φ θ η ν π α μ ψ η φ ε ί
μ ε τ ά π ο λ λ ώ ν ε π α ί ν ω ν,
γ ε ν ό μ ε ν ο ς υ π ό δ ε ι γ μ α
τ ω ν ε ξ ε τ α ζ ο μ έ ν ω ν.
Και μιάς και έγινε αναφορά στον Γεώργιο Σουρή, τον μεγάλο σατιρικό ποιητή που δεν του δόθηκε ποτέ κανένα βραβείο Νομπέλ, θα αναφέρω, ότι όταν έδωσε εξετάσεις στη φιλοσοφική σχολή του Πανεπιστημίου της Αθήνας - κάπου στις αρχές της δεκαετίας του 1880 - απορρίφθηκε στο μάθημα της μετρικής. Και το πιό αστείο στην όλη υπόθεση, ήταν ότι ο μεγάλος αυτός Ελληνας ποιητής, ήταν ίσως ο πρώτος στον κόσμο στον τομέα της μετρικής, δηλαδή του ποιητικού μέτρου. Αυτά έχουν μερικές φορές οι μεγάλοι, και δεν συμπεριλαμβάνω φυσικά σ΄αυτούς τους μεγάλους και τον εαυτό μου, που καλά να πάθει όταν έγραφε στην έκθεση ιδεών, και δεν φρόντισε να αποφύγει την έξοδο από το θέμα.
Σήμερα δεν βάζουν σαν θέματα στις εισαγωγικές εξετάσεις, παροιμίες και αρχαία ρητά. Τα σημερινά θέματα, μου είναι σχεδόν ακαταλαβίστικα, αφορούν κοινωνικοπολιτικοοικονομικά ζητήματα και κάποια άλλα παρεμφερή, και αν μου έβαζαν τότε να γράψω πάνω σε τέ-τοια θέματα, σίγουρα θα έδινα άδεια κόλλα, και μάλιστα μέσα στα πρώτα λεπτά. Και δεν ξέρω πού τα μαθαίνουν αυτά τα πολύπλοκα θέματα οι σημερινοί εξεταζόμενοι. Ισως στα φροντιστήρια, δεν βλέπω πού αλλού.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου