Tώρα θα πρέπει να γυρίσουμε πίσω κάμποσες δεκαετίες, ακριβώς δεν μπορώ να πώ πόσες. Βρισκόμαστε στο σιδηροδρομικό σταθμό της πόλης μας, όπου οι μέλλοντες να επιβιβαστούν στο τραίνο που πηγαίνει προς Ξάνθη, Κομοτινή, Αλεξανδρούπολη, περιμένουν στην πλατφόρμα του σταθμού, έτοιμοι να σκαρφαλώσουν στην αμαξοστοιχία, που μάλλον είναι μιά « Πόστα », δηλαδή ένα τοπικό και αργοκίνητο τραίνο, που σταθμεύει σε όλες τις στάσεις που βρίσκονται κατά μήκος της σιδηροδρομικής γραμμής, μιάς και λεωφορέια δεν υπάρχουν για τις διαδρομές αυτές. Το μόνο μέσο μετακίνησης, είναι ο σιδηρόδρομος, έστω κι αν πηγαίνει αργά και σταματά κάθε λίγα λεπτά. Οσο για την προέλευση του ονοματός του, είναι επειδή μεταφέρει και το ταχυδρομείο στις περιοχές που περνά.
Ανάμεσα στους αναμένοντες στην πλατφόρμα του σταθμού, είναι και ένα ζευγάρι, ένας άντρας, λίγο πάνω από τα τριάντα, και μιά γυναίκα, λίγο πάνω από τα είκοσι. Αλλά δεν είναι μόνοι τους, η γυναίκα κρατά στην αγκαλιά της ένα μωράκι, ένα αγόρι κάπου δέκα μηνών. Και όταν σε λίγο μπαίνει στο σταθμό η « πόστα » και ανεβαίνουν οι επιβάτες, μαζύ τους μπαίνουν και το ζευγάρι με το πιτσιρίκι των δέκα μηνών. Που δεν είναι κανένα άλλο από εμένα τον ίδιο, μάλιστα, πρόκειται να κάνω το πρώτο μου ταξείδι σε λίγο. ( Οσο για το τελευταίο, αυτό δεν ξέρω βέβαια πότε θα γίνει, αλλά πάντως κάποτε θα έλθει κι αυτουνού η ώρα ).
Το τραίνο ξεκινά με όχι ιλιγγιώδη ταχύτητα, ούτε η μηχανή του επιτρέπει μεγάλες ταχύτητες, αλλά ούτε και οι γραμμές. Περνά πάντως έναν έναν τους σταθμούς και τις στάσεις, αφού βέβαια κάμνει και τις απαραίτητες σταθμεύσεις. Μετά από δυόμισυ και πλέον ώρες, βρίσκεται μέσα στα γνωστά μας Τέμπη του Νέστου, μιά ομορφιά που σπάνια πολύ τη συναντάς σε ταξείδια με το τραίνο σε όλο τον κόσμο. Παρ΄όλο που δεν ξέρω τι έκαμνα όλες αυτές τις ώρες, φαντάζομαι ότι το ντουκ - ντουκ - ντουκ - που έκαμναν τα τραίνα τότε πάνω στις σιδηροτροχιές, με έρριξε σε ύπνο διαρκείας. Φυσικα, κι αν δεν κοιμόμουνα, δεν θα είχα τίποτε να θυμάμαι από όλη αυτή τη διαδρομή, αλλά και από όλα τα επακόλουθα.
Το τραίνο σταματά κάποια στιγμή στο σταθμό των Κομνηνών, λιγο πριν βγεί από τα Τέμπη και πριν φτάσει στους Τοξότες. Το ζευγάρι των γονιών μου, κατεβαίνει από το τραίνο, και φυσικά κατεβαίνω κι εγώ, δεν μπορούσα να συνεχίζω το ταξείδι μοναχός σ΄αυτή την ηλικία. Λοιπόν, οι σταθμός είναι δίπλα στον Νέστο, το χωριό όμως Κομνηνά - που είχε και το παλιό του τουρκικό όνομα Ατά - είναι πάνω στο βουνό, όχι πολύ ψηλό βέβαια, αλλά χωρίς οδική σύνδεση με τον σιδηροδρομικό σταθμό.
Και πώς λοιπόν θα ανέβουμε στο χωριό, μιάς και δεν υπάρχει ούτε δρόμος, ούτε και κανένα μεταφορικό μέσο ; Κανένα είπα ; Οχι ακριβώς, μερικά τετράποδα υπάρχουν εκεί δίπλα στο σταθμό, με αυτά θα πραγματοποιηθεί το τελευταίο μέρος του ταξειδιού. Που κρατά αρκετή ώρα, ανήφορος μεγάλος είναι, ο καθένας που περνά από το σταθμό αυτό σήμερα ( ο οποίος σταθμός έπαψε από καιρό να χρησιμοποιείται, είναι τώρα έρημος ), θα δεί το ύψωμα που είναι ανατολικά του σταθμού, το βλέπω κι εγώ όταν περνώ από εκεί.
Και κάποτε, φτάνουμε στον προορισμό μας. Είναι το χωριό που λέγαμε, όπου έχουμε και κάποιους συγγενείς μας, δεν θα πηγαίναμε καθόλου σ΄αυτό χωρίς να έχουμε χώρο υποδοχής, μιάς και ξενοδοχεία δεν έχουν τότε τα χωριά, αντίθετα με ότι συμβαίνει σήμερα. Που ορισμένα ορεινά χωριά που χρησιμοποιούνται σαν χώροι εναλλακτικού τουρισμού, διαθέτουν στους ξένους. Στους συγγενείς λοιπόν αυτούς θα καταλύσουμε για όσο διάστημα θα μείνουμε εκεί η μητέρα μου κι εγώ. Εμείς οι δυό θα κάνουμε αυτό που σπανίως γινότανε τότε, τις θερινές διακοπές μας. Στις οποίες, δεν μετείχε κατά κανόνα ο αρχηγός της οικογένειας, που δεν ήξερε τί θα πεί να σταματάς τη δουλειά σου τους καλοκαιρινούς μήνες. Αυτό ήταν λοιπόν, οι διακοπές μου για ένα ή ενάμισυ μήνα, όσο να περάσουν οι μεγάλες ζέστες του Ιούλιου και του Αυγούστου.
Επί δέκα συναπτά χρόνια, πήγαινα θερινές διακοπές, κατ΄όνομα βέβαια διακοπές, καθώς δεν ήμουν εργαζόμενος, εκτός από δυό τρία χρόνια στα οποία « εργαζόμουν » σαν μαθητής του δημοτικού σχολείου. Και πού γινόντουσαν αυτές οι διακοπές ; Πότε σε βουνό, σε κάποιο ορεινό χωριό, και πότε στη θάλασσα, και συγκεκριμένα στα Λιμενάρια της Θάσου. Και στα υπ΄όψιν, οι διακοπές αυτές κρατούσαν βδομάδες αρκετές, ίσως ένα μήνα και παραπάνω. Με πολύ λίγα έξοδα, σε νοικιασμένα δωμάτια, και με γεύματα σ΄αυτά τα δωμάτια και σε εστιατόρια του νησιού, φτηνά κι αυτά.
Παρά το πολύ χαμηλό κόστος των τότε διακοπών, λιγοστοί ήσαν αυτοί που έφευγαν από τις πόλεις για να περάσουν κάποιες μέρες - λίγες ή πολλές -σε ένα εξοχικό θέρετρο. Τους λόγους δεν τους ξέρω, ίσως δεν είχε γίνει μόδα αυτό το πράγμα. Και όλοι ξέρουμε, ότι αν κάτι δεν πάρει τον χαρακτήρα μόδας, δεν επιβάλλεται, όχι μόνο στη χώρα μας, αλλά και σε διεθνή κλίμακα. Όταν όμως πάρει τον χαρακτήρα μόδας, τότε όλοι ορμούν με μανία να αντιγράψουν
τους τρόπους που οι πρώτοι σκαπανείς άνοιξαν.
Φαίνεται πάντως, ότι λίγο πριν από την έναρξη του δεύτερου παγκόσμιου πολέμου, άρχισε να δημιουργείται στη χώρα μας, κάποιο είδος θερινών διακοπών σε μεγαλύτερη κλίμακα από ότι μέχρι τότε. Μικροαστοί και κυρίως μεσοαστοί, έφευγαν στα βουνά και στα παραθα-λάσσια μέρη, οι πρώτοι για να βρεθούν σε πολύ δροσερούς τόπους τις θερμές περιόδους του καλοκαιριού, οι δέ για να κάνουν τα θαλασσινά τους μπάνια. Τα οποία υπήρχαν βέβαια, πολλές δεκαετίες νωρίτερα, αλλά σε κοντινές παραλίες, όχι σε μακρυνές αποστάσεις, σε νησιά και απομονωμένες περιοχές της χώρας. Οσο για ξένους τουρίστες, δεν θυμάμαι καθόλου να ερχόντουσαν στα ελληνικά παράλια για τα μπάνια τους. Ακόμα και η λέξη τουρισμός, δεν ήταν και πολύ εν χρήσει τις εποχές εκείνες.
Μετά τον πόλεμο, άρχισε το σκηνικό να αλλάζει σιγά σιγά. Οι κάτοικοι των πόλεων, άρχισαν να γεμίζουν τις παραλίες, ενώ τα βουνά εγκαταλείφθηκαν σιγά σιγά από τους παλιούς παραθεριστές που πήγαιναν σ΄αυτά. Δεν πέρασε πολύς καιρός, και οι κάπως ευκατάστατοι αστοί, άρχισαν να χτίζουν σπίτια μικρά κοντά στη θάλασσα. Τις θερινές κατοικίες τους, στις οποίες περνούσαν όλο το διάστημα των διακοπών τους, ακόμα και εκτός των θερινών μηνών, στα w e e k e n d s, πήγαιναν να μείνουν δυό μέρες σ΄αυτές . Και δημιουργήθηκαν έτσι κέντρα παραλιακά με πολλές ανέσεις, μαγαζιά παντός είδους, νυχτερινά κέντρα και τα παρόμοια.
Και ερχόμαστε στην επικαιρότητα αυτών των ημερών. Πολύς λόγος γίνεται καθημερινά, για εξορμήσεις από την πρωτεύουσα σε νησιά του αρχιπελάγους. Με πλοία της γραμμής, που μεταφέρουν σ΄αυτά, εκτός από τους τουρίστες, και τα αυτοκίνητά τους. Με τα οποία, οι τουρίστες αυτοί, θα μετακινούνται σ΄όλο το νησί και στις παραλίες του. Πρόκειται για μιά κατάσταση, που έχει διαμορφωθεί εδώ και πολλές δεκαετίες, κυρίως από τότε που ο αριθμός των « οχτωκίνητων », μεγάλωσε πολύ.
Λοιπόν, αυτό τον καιρό, που είναι περίοδος θερινών διακοπών, ακούγεται μετ΄επιτάσεως το φετινό τροπάριο. Η ελαττωμένη σε σχέση με προηγούμενες χρονιές έξοδος προς τα νησιά, και γενικά ο σημαντικός περιορισμός των ανθρώπων που πηγαίνουν σε διακοπές. Οι λόγοι που περιορίζουν τις εξόδους αυτές, φαίνεται ότι είναι αποκλειστικά οικονομικοί. Δεν περισσεύουν φράγκα για υπερπόντια ταξείδια και για διαμονές σε ξενοδοχεία. Με ακριβούς καφέδες, νερό εμφιαλωμένο, που στοιχίζει περισσότερο κι από το πολύ ακριβό πετρέλαιο των ημερών αυτών. Και το έτι σπουδαιότερο, πλήθος συμπατριωτών μας, έχουν βάλει φέσι στις τράπεζες, ή μάλλον για να ακριβολογούμε, έχουν βάλει φέσι στην τσέπη τους, οι τραπεζες δεν ζημιώνουν ποτέ από τα φέσια αυτά. Τα μέχρι πρό τινος διακοποδάνεια, έχασαν την λάμψη τους, όταν χρωστάς κάμποσες χιλιάδες Ευρώ, δεν σου πάει η καρδιά να πάς στην τράπεζα και να ζητήσεις δάνειο για διακοπές.
Είναι όμως τόσο ελαττωμένη η έξοδος προς το αρχιπέλαγος, όσο την προβλέπανε κάποιοι - μάλλον ευφάνταστοι - δημοσιογράφοι, πριν ακόμα αρχίσει η περίοδας των θερινών διακοπών ; Μάλλον φαίνεται ότι δεν είναι έτσι τα πράγματα. Μπορεί οι διακοπές να είναι εφέτος μικρότερης διάρκειας, αλλά ο κόσμος που τρέχει στα νησιά, είναι πολύς, πάρα πολύς. Αλλά κάτι πολύ παράξενο συμβαίνει με τις εξόδους αυτές. Συνεχείς βλάβες στα βαπόρια της γραμμής, που επαναλαμβάνονται στα ίδια καράβια συνέχεια. Ο κόσμος ταλαιπωρείται αφάνταστα, περιμένοντας επί πολλές ώρες στις προκυμαίες, τα πλοία μένουν βλαμμένα μεσοπέλαγα, οι καθυστερήσεις είναι μεγάλες, και η υπόθεση διακοπές στη θάλασσα βγαίνει ξυνή. Είναι τα καράβια παλιά, αυτό το μάθαμε τώρα, αλλά και πολλά είναι τα δρομολόγια που κάμνουν κάθε μέρα χωρίς καθόλου ανάπαυση. Φυσικό δεν είναι να γίνονται συχνά αυτού του είδους οι αβαρίες ; Οσο καλή κι αν είναι η συντήρηση των καραβιών αυτών, είναι αδύνατο κάτω από αυτές τις συνθήκες λειτουργίας τους, να είναι πάντοτε ετοιμοπόλεμα.
Τέλος πάντων, φτάνουν κάποτε οι παραθεριστές στους τόπους προορισμού τους. Οπου υποτίθεται ότι θα βρούν δροσιά, πολλή δροσιά. Αλλα τί μας ανακοινώνει η μετεωρολογική υπηρεσία ; Ότι στα νησιά του αρχιπελάγους, οι θερμοκρασίες είναι πολύ υψηλές, πολύ ψηλότερες από ότι θα περίμενε κανείς. Όταν πηγαίνεις από μιά περιοχή όπου το θερμόμετρο δείχνει τριανταεφτά βαθμούς σε ένα νησί για να δροσιστείς, και βρίσκεις εκεί θερμοκρασίες τριαντατεσσάρων βαθμών, μπαίνει αυτόματα το ερώτημα : Για ποιό λόγο να υποστεί ο επίδοξος τουρίστας αυτό το μαρτύριο της μετακίνησης και των πολλών εξόδων, αν είναι να βρεθεί σε μιά άλλη περιοχή, όπου το θερμόμετρο βρίσκεται λίγο πιό κάτω ; Μήπως θα ήταν προτιμώτερο να πάει σε μιά κοντινή παραλία - με τις ίδιες βέβαια θερμοκρασίες - να κάνει το μπάνιο του και να επιστρέψει οίκαδε, χωρίς τις ταξειδιωτικές ταλαιπωρίες και τα μεγάλα έξοδα ; Και τέτοιες παραλίες, βρίσκονται κοντά ή λίγο μακρύτερα από τα μεγάλα αστικά κέντρα. Προς τί λοπόν όλη αυτή η ταλαιπωρία ;
Μπαίνει τώρα το ερώτημα, το πολύ σημαντικό ερώτημα. Είναι πραγματικά τόσο μεγάλα τα πλεονεκτήματα των διακοπών στις παραθαλάσσιες περιοχές, τόσο που να αξίζουν τη δαπάνη και την κάποτε ταλαιπωρία ; Στο ερώτημα αυτό, ο καθένας μπορεί να έχει τη δική του γνώμη. Φυσικά, κάτω από τις σημερινές συνθήκες και τη « μόδα » που επικρατεί, οι πολλοί, οι πάρα πολλοί, θα απαντήσουν ότι μάλιστα, αξίζει ο κόπος και τα έξοδα για μια τέτοια εκστρατεία. Δημοκρατία - υποτίθεται - έχουμε, ο καθένας λέει τη γνώμη του. Και αφού έτσι είναι τα πράγματα, δικαιούμαι και εγώ να εκφράσω τη δική μου γνώμη.
Και την λέω αμέσως, χωρίς φόβο και χωρίς πάθος. Λοιπόν, λίγα πράγματα μπορεί να δώσει η θάλασσα όπως την έχουμε σήμερα. Μέγας συνωστισμός στις παραλίες, μεγάλη ζέστη τη στιγμή που χρειαζόμαστε πολλή δροσιά, καυτερός ήλιος που είναι και πολύ επικίνδυνος. Που μπορέι να προκαλέσει - και το κάμνει αρκετά συχνά - κακοήθεις νεοπλασίες στο δέρμα με άσχημες πολλές φορές εξελίξεις. Ταλαιπωρία μεγάλη, κοσμοπολίτικο περιβάλλον σε πολλές ακτές και στα ξενοδοχεία τους. Και άλλα που δεν μου έρχονται στο νού αυτή τη στιγμή, και που ο καθένας μπορεί να τα βρεί.
Τί πρέπει να κάνουμε λοιπόν ; Πολύ απλά, να πάρουμε τα βουνά και τα λαγκάδια, τις ψηλές ραχούλες, με τα όσα δάση μας απομείνανε από τις πυρκαγιές. Οπου θα έχουμε πρώτα από όλα την ησυχία μας ( χώρος τεράστιος υπάρχει στις ελληνικές βουνοκορφές ), αέρας πεντακάθαρος, εκδρομές στα γύρω υψώματα, καθόλου θόρυβοι που αφθονούν στα νησιά. Μιά πραγματική απόλαυση, που δεν την έχουν φανταστεί όσοι δεν την έχουν δοκιμάσει.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου