Eίναι μεγάλη προσβολή να λές σε κάποιον κατάμουτρα, ότι είναι ψεύτης. Δεν κάνει καθόλου καλή εντύπωση στους άλλους που σε ακούνε, σε θεωρούν αγενή και ανάγωγο. Κι όσο για τον άνθρωπο που του λές ότι ψεύδεται, μπορεί να αρπάξει καμμιά κοτρώνα και να την πετάτάξει στο κεφάλι σου. Είναι φρόνιμο να αποφεύγουμε τέτοιου είδους συμπεριφορές, δεν ταιριάζουν σε πολιτισμένους ανθρώπους, έτσι μας λέει το s a v o i r v i v r e. Και τί πρέπει να κάνουμε επί του προκειμένου, δηλαδή όταν καταλαβαίνουμε ότι κάποιος μάς λέει ψέμματα ; Πολύ απλό. Του λέμε - εις επήκοον και άλλων αν χρειαστεί - ότι « λέει ανακρίβειες ». Είπαμε τίποτε διαφορετικό από την προηγούμενη φορά που τον αποκαλέσαμε ψεύτη ; Οχι, είναι ακριβώς το ίδιο. Αλλά δεν αντιμετωπίζεται με τον ίδιο τρόπο. Είναι έκφραση « κομψή », δεν πληγώνει ευθέως αυτόν στον οποίο απευθύνεται, ούτε και μας χαρακτηρίζουν ανάγωγους και αγενείς, είμαστε πολύ μετριοπαθείς μ΄αυτόν τον τρόπο έκφρασης.
Η γλώσσα είναι ένα όργανο, που το μεταχειριζόμαστε όπως εμείς θέλουμε, δεν μιλά από μόνη της. Μπορούμε να λέμε με τη γλώσσα κάποια πράγματα, αλλά στην πραγματικότητα, άλλα έχουμε στο μυαλό μας, άλλα θα θέλαμε να πούμε, άλλα να κάνουμε, όμως ενεργούμε όπως κρίνουμε καλύτερα και συμφερώτερα. Κρύβουμε αυτά που θέλουμε να πούμε και λέμε άλλα, και άλλα θέλουμε να κάνουμε, αλλά δεν τα κάνουμε. Κατά κάποιο τρόπο, υπάρχουν πολλοί περιορισμοί στο τί μπορούμε να πούμε ανοιχτά, δεν είναι επιτρεπτό να λέμε ότι σκεφτόμαστε. Αλλωστε, κάποιος είπε το σοφό εκείνο λόγο : « Αν η σκέψη μας ήταν αναγκασμένη να μιλά και να ακούεται, δεν θα μπορούσαμε να ζήσουμε με τους ανθρώπους που είναι γύρω μας, ούτε δέκα λεπτά της ώρας ».
Ετσι, αναγκαζόμαστε εκ των πραγμάτων, να χρησιμοποιούμε τη γλώσσα, τον λόγο γενικά, με διαφορετικό από τον ίσιο τρόπο με τον οποίο θα θέλαμε να εκφρασθούμε. Το παράδειγμα που αναφέραμε, είναι ένα δείγμα « ευφημισμού ». Μπορούμε να ονομάζουμε τον μεγαλύτερο ωκεανό Ειρηνικό - όπως τον ονόμασε ο Μαγγελάνος, επειδή τάχατε τον βρήκε πολύ ήρεμο, εμείς δεν τα τρώμε αυτά τα παραμύθια - αλλά ξέρουμε ότι είναι πολύ άγριος, καθόλου ειρηνικός. Άλλο ένα δείγμα ευφημισμού.
Οι Αμερικανοί έχουν τυπωμένη πάνω στα χαρτονομίσματά τους τη φράση « I n G o d w e t r u s t », τουτέστιν, « στον Θεό έχουμε εμείς την εμπιστοσύνη μας ». Στην πραγματικότητα, έπρεπε να γράφουν αντ΄αυτού, τη φράση « I n G o l d w e t r u s t », που άλλα πράγματα σημαίνει, συγκεκριμένα « στον χρυσό έχουμε εμείς την εμπιστοσύνη μας ». Δεν βρίσκετε ότι κι αυτός είναι ένας εύσχημος τρόπος ευφημισμού ; Κατά τον ίδιο τρόπο, πολλοί ανθρωποι λένε ότι πιστεύουν στον « Χριστό », ενώ εννοούν ότι πιστεύουν στον « χρυσό »,
η διαφορά είναι φαινομενικά μικρή, αλλά όπως βλέπουμε η αλλαγή ενός συμφώνου αλλάζει ριζικά τις έννοιες.
Αλλοτε λέμε για έναν άνθρωπο, ότι δεν είναι υπερβολικά έξυπνος, ενώ θα θέλαμε να πούμε ότι είναι τελείως ηλίθιος, είναι βλάκας με πατέντα και με περικεφαλαία. Βέβαια, όταν συμβεί να θυμώσουμε εξ αιτίας της συμπεριφοράς αυτού του ανθρώπου, τα εξακοντίζουμε κατά πρόσωπο αυτά τα λίαν κοσμητικά επιθετα, καταλαβαίνουμε όμως αμέσως μετά, ότι είμασταν εκτός εαυτού, είχαμε « βγεί απ΄τα ρούχα μας », όπως το λέμε στην τρέχουσα γλώσσα.
Αλλοτε είμαστε υποχρεωμένοι να λέμε ψέμματα που κοινωνικώς είναι απαραίτητα. Ο Εβραίος κοινωνιολόγος Μαξ Νορντάου, τα ονομάζει
« κατά συνθήκην ψεύδη », έχει γράψει μάλιστα και ένα βιβλίο με αυτόν τον τίτλο. Αν - λέει ο Νορντάου - δεν χρησιμοποιήσουμε τα « απαραίτητα » αυτά ψέμματα, η ζωή μας θα γίνει όχι μόνο προβληματική μέσα στην κοινωνία, αλλά τελείως αφόρητη.
Ο Γεώργιος Σουρής, που σαν σατιρικός ποιητής, ήταν βέβαια και κοινωνιολόγος, παραθέτει ένα τέτοιο κατά συνθήκη ψεύδος, όταν λέει σε ένα ποίημά του τα εξής πράγματα που είναι πέρα για πέρα αληθινά, και τα λέμε και εμείς σε καθημερινή βάση :
Έ ν α ς τ ο ν ά λ λ ο π ε ρ γ ε λ ά μ ε ψ ε υ τ ο δ ι α χ ύ σ ε ι ς.
« Τ ι κ ά ν ε τ ε ; « Π ο λ ύ κ α λ ά, " Τ ο ύ λ ό γ ο υ σ α ς ;
« Ε π ί σ η ς »
" Π ώ ς ε ί ν α ι η μ η τ έ ρ α σ α ς κ ι ο σ ε β α σ τ ό ς
π α τ έ ρ α ς σ α ς,
π ώ ς ε ί ν α ι τ ο μ ω ρ ό σ α ς κ ι ο γ έ ρ ο ς π ε θ ε ρ ό ς
σ α ς ; »
« Π ο λ ύ κ α λ ά ». « Π ώ ς χ α ί ρ ω ! ». « Ε υ χ α ρ ι σ τ ώ, τ ο
ξ έ ρ ω »
Κ α ι λ έ γ ο ν τ α ς π ω ς χ α ί ρ ε τ α ι,
σ α ς α π ο χ α ι ρ ε τ ά,
κ α ι σ ε ι ς β ε β α ί ω ς ξ έ ρ ε τ ε
π ω ς δ ε ν ε ν δ ι α φ έ ρ ε τ α ι
γ ι α κ ε ί ν ο υ ς π ο υ ρ ω τ ά.
Από τα αρχαία χρόνια, επικράτησε σε πολλές περιοχές της γής, να μιλούν με παρομοιώσεις, παραβολές, αλληγορίες και μεταφορές, κυρίως στον ποιητικό, αλλά και στον προφορικό λόγο. Ο ίδιος ο Ιησούς, μεταχειρίστηκε ένα πλήθος από παραβολές που έκρυβαν νοήματα που τα καταλάβαιναν όσοι ήσαν σε θέση να τα καταλάβουν. Τριάντα τέτοιες παραβολές έχει καταγράψει ο Ματθαίος και τριαντα δύο ο Λουκάς, πολλές από τις οποίες είναι ή ίδιες, ή ταυτόσημες.
Όταν ο βασιλιάς του Ισραήλ, ο μέγας Δαβίδ, έκανε το φοβερό έγκλημα να αρπάξει τη γυναίκα του στρατηγού του Ουριγιά ( Ουρία ), και να στείλει τον άντρα της σε επικίνδυνη θέση στη μάχη και να τον εγκαταλείψει, ώστε να τον σκοτώσουν οι Αμμωνίτες -πράγμα που έγινε - παρουσιάστηκε μπροστά του ο προφήτης Ναθάν ( όχι Νάθαν όπως τον έχουν τονίσει οι Εβδομήκοντα ), και του είπε την παρακάτω παραβολή, ( σε ελεύθερη διασκευή ) : « Ηταν μιά φορά κι έναν καιρό, ένας φτωχούλης που είχε ένα θηλυκό αρνάκι που το αγαπούσε πάρα πολύ, μαζύ του έτρωγε, μαζύ του ήταν όλη τη μέρα, αυτό είχε μονάχα ο κακομοίρης. Κοντά του, ζούσε και ένας πολύ πλούσιος που είχε χίλια πρόβατα. Κάποτε, ήλθαν να επισκεφθούν τον πλούσιο κάποιοι περαστικοί φίλοι του. Τους παρέθεσε γεύμα, για το οποίο, αντί να σφάξει ένα απ΄ τα πρόβατά του, πήρε το μοναδικό και αγαπημένο αρνί απ΄ τον φτωχό γείτονά του - πάντα οι πλούσιοι πίνουν το αίμα των φτωχών, αυτοί έχουν τη δύναμη του πορτοφολιού - το έσφαξε και το προσέφερε στους φίλους του. Και τώρα, πές μου βασιλιά μου, τί πρέπει να γίνει μ΄αυτόν τον πλούσιο άνθρωπο ; »
Ο βασιλιάς χωρίς να σκεφτεί καθόλου, αποκρίθηκε : « Ένοχος θανάτου είναι αυτός ο παλιάνθρωπος ». Και τότε ο Ναθάν-οι προφήτες δεν φοβόντουσαν να κατηγορήσουν ακόμα και τους βασιλιάδες κατά πρόσωπον - είπε μελαγχολικά : « Βασιλιά μου, εσύ είσαι αυτός ο
άνθρωπος ».
Οι λαϊκές παροιμίες, δεν είναι τίποτε άλλο από παρομοιώσεις ή αλληγορίες ή μεταφορές, διατυπωμένες σε λαϊκό στυλ, αντί του ποιητικού λόγου που συνήθως τις εμφανιζει πιό περίπλοκες και περισσότερο « σοφιστικέ », πράγμα που προϋποθέτει πιό καλλιεργημένους αναγνώστες ή ακροατές, για να εννοήσουν τη διπλή σημασία του λόγου, αυτό που κρύβεται πίσω από τη φράση. Η λαϊκή παροιμία είναι ευκολονόητη, όταν λ.χ. λέμε « κόρακας κοράκου μάτι δεν βγάζει », ο πάσα ένας καταλαβαίνει ότι μετάξύ ανθρώπων της ίδια κατηγορίας ή του ίδιου επαγγέλματος ή των αμοιβαίων συμφερόντων, δεν προδίδει ο ένας τον άλλο. Όταν λένε ότι « κύλησε ο τέντζερης και βρήκε το καπάκι », εννοούν ότι κάποιος βρήκε αυτόν που του ταιριάζει, δυό ανθρώπους που αλληλοσυμπληρώνονται.
Οι παραβολές, μπορούμε να πούμε ότι είναι μικρές ιστοριούλες, που επιφανειακά λένε το άλφα πράγμα, και πίσω απ΄ την επιφάνεια, λένε κάτι άλλο που δείχνει το αληθινό νόημα του λόγου. Εχουν κι αυτές το στοιχείο της παρομοίωσης, μόνο που διαφέρουν ως προς την διατύπωση, έχουν έναν αφηγηματικό χαρακτήρα και όχι την λακωνική έκφραση της παροιμίας, που με λίγα λόγια, λέει καθαρά αυτό που θέλει εξ αρχής να δηλώσει.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου