Στη Μεγάλη Βρεττανία, τη χώρα που γέννησε τη σύγχρονη δημοκρατία, συμβαίνουν τους τελευταίους καιρούς κάποια πράγματα που έχουν δημιουργήσει ανησυχία μεγάλη στους υπόλοιπους Ευρωπαίους. Στην αρχή ήταν η αρρώστεια των « τρελλών » αγελάδων. ( Που ειρήσθω εν παρόδω δεν ήσαν τρελλές, απλώς έπασχαν από μιά μεταδοτική πάθηση του κεντρικού νευρικού συστήματος ). Υστερα από τις τρελλές αγελάδες - κι αφού πέρασε εν τω μεταξύ αρκετός καιρός - παρουσιαστηκε άλλη επιδημική ασθένεια σε ζώα, ο αφθώδης πυρετός, που η κοινή αγγλική ονομασία της είναι, « Νόσος του ποδιού και του στόματος » - F o o t a n d m o u t h d i s e a s e - και που προκάλεσε μεγάλη αναστάτωση στην Ευρώπη, και μεγάλη οικονομική ζημιά στη Βρεττανία.
Εδώ όμως στην πόλη μας, τη Δράμα, παρουσιάστηκε σχεδόν μαζύ με τον αφθώδη πυρετό της Βρεττανίας, που εκεί είχε εντοπιστεί στα γουρούνια, μιά άλλη επιδημία, που προσβάλλει επίσης γουρούνια. Αλλά όχι αυτά με τα τέσσερα πόδια, αλλά τα άλλα, εκείνα με τα δυό πόδια. Και εξηγούμαι παρακάτω.
Γύρω στα μέσα της δεκαετίας του 1980, κάπου στο 1985, παρουσιαστηκε στην τότε Σο-βιετική Ενωση, ένας τύπος μετρίου αναστήματος, αρκετά όμορφος και με ένα σημάδι - ένα αιμαγγείωμα - στο μέτωπο. Επρόκειτο για έναν Μιχάλη, του οποίου το επίθετο ήταν - και είναι ακόμα - Γκορμπατσώφ. Ανθρωπος έξυπνος που είχε και μιά όμορφη γυναίκα, τη Ραϊσα, που δυστυχώς γι αυτόν την έχασε σε μερικά χρόνια και που την αγαπούσε πολύ.
Αυτός που λέτε ο Μιχάλης που δεν χρωστούσε καθόλου της Μιχαλούς, είδε ότι το σύστημα που υπήρχε στην απέραντη χώρα του από εξηνταοκτώ χρόνια, δεν περπατούσε πιά. Και αποφάσισε να το διορθώσει. Όμως, άλλα περίμενε και άλλα του βγήκανε. Η χώρα έγινε κομμάτια, η αλλαγή που επιχείρησε δεν έπιασε όσο έπρεπε, και τελικά επικράτησε μιά χαώδης κατάσταση. Οι Ρώσοι - που ειχαν απομείνει μοναχοί τους - έπεσαν σε βαρειά φτώχεια, κάποιοι επιτήδιοι θησαύρισαν, κάποιοι άλλοι σχημάτισαν συμμορίες τύπου Μάφια ( προσοχή, ο τόνος στην προπαραλήγουσα ), και τα πράγματα πήγαιναν απ΄το κακό στο χειρότερο.
Τώρα, είναι γνωστό ότι οι συμπατριώτισσες του Μιχάλη είναι στην πλειοψηφία τους όμορφες κοπέλλες, μερικές μάλιστα είναι πολύ όμορφες. Είναι συνήθως και ψηλές, είναι και ξανθές ή κοκκινομάλλες. Αλλά το ότι είναι όμορφες και ξανθές, δεν ήταν αρκετό για να χορτάσει την πείνα τους, το στομάχι τους έπαιζε κάθε μέρα βιολοντσέλλο. Σκέφτηκαν τη μιά λύση, σκέφτηκαν την άλλη, άκρη δεν έβγαινε. Και τότε είπε κάποια - ή κάποιες - από αυτές : « Ρε σεις πατριώτισσες, δεν σηκωνόμαστε να πάμε προς τα νότια όπου έχει μπόλικο ψωμί να φάμε και να χορτάσουμε ; ».
« Ναι, αλλά στα νότια είναι η Βουλγαρία, είναι η Σερβία, που είναι μεν της ίδιας ας πούμε φυλής και περίπου της ίδιας γλώσσας, αλλά και αυτές οι χώρες είναι σε πείνα και των γονέων. Τι θα κάνουμε σ΄αυτές τις πειναλέες χώρες, εμείς θέλουμε ένα πολύ καλύτερο μέρος, αν είναι να έχουμε μιά από τα ίδια, γιατί να ξεσηκωθούμε και να πάμε ; ».
« Μα όχι, δεν εννοώ αυτό, θα πάμε ακόμα πιό νότια, πιό νότια δεν γίνεται, αυτό είναι το πιό κάτω της Ευρώπης. Είναι καλοί άνθρωποι εκεί, είναι και πλούσιοι, τους αρέσουν και οι όμορφες και οι ξανθές ( και σε ποιόν δεν αρέσουν, αναμεταξύ μας ; ), και θα περασουμε καλά, κι αυτοί καλυτερα. Είναι οι παλιόφιλοι οι Ελληνες, που ήλθαν στη Ρωσία πριν από χίλια χρόνια και μας έκαναν ανθρώπους από ζώα που ήμασταν τότε. Ε, λοιπόν, πάλι αυτοί θα μας ξανακάνουν ανθρώπους, θα μας βγάλουν απ΄τα χάλια που βρισκόμαστε ».
Και αφού το αποφάσισαν, ιδού επί το έργον. Και δεν ξεκίνησαν μόνο αυτές, ξεκίνησαν και οι ομοεθνείς τους οι Ουκρανές - άλλη όμορφη ράτσα κι αυτές - που είχαν μάθει αμέσως τα καθέκαστα. Και κατέφθασαν με διάφορους νόμιμους και παράνομους τρόπους - ποιός μπορεί να εμποδίσει μιά όμορφη και ξανθιά να μπή από τα σύνορά ; - και εγκαταστάθηκαν στη ζεστή χώρα μας και στην επίσης ζεστή πόλη μας, γλύτωσαν κι από τους κρύους χειμώνες που είχαν εκεί και δεν είχαν και τα μέσα να ζεσταθούν.
Οι Ελληνες, και φυσικά μαζύ με τους υπόλοιπους συμπατριώτες τους και οι άντρες της πόλης μας, τρελλάθηκαν μόλις τις είδαν, τρελλάθηκαν, λασκάρισε η βίδα, όπως λέει ο Γιάννης Μηλιώκας. ( Οχι όλοι βέβαια, αλλά οι περισσότεροι ). Και όταν τρελλαθείς και σου λασκάρει η βίδα, δεν ξέρεις πιά τι σου γίνεται. Και όπως φαίνεται, τα πράγματα πήραν μιά περίεργη αλλά και μάλλον αναμενόμενη τροπή. Και όπως φαίνεται, η τροπή αυτή των πραγμάτων έχει πολλές πιθανότητες να συνεχιστεί ακόμα και στο μέλλον.
Χωρίς να στήσω το αυτί μου - δεν είμαι καθόλου ωτακουστής, αυτό μπορώ να το βεβαιώσω - ακούω διάφορα πράγματα και μένω ενεός. Και ακούω καταπληκτικά πράγματα. Και που αφορούν το συνάφι μου. Μάλιστα, μερακλήδες οι άνθρωποι του επαγγέλματός μου, και μερακλήδες λίαν. Και πρώτον, ακούω για φίλο και παλιό συνάδελφο, που είχε από πριν μιά γυναίκα, όμορφη μεν, που όμως συνέβαινε να είναι Ελληνίδα και όχι ξανθιά. Αυτά τα δύο ήσαν πολύ σοβαρά μειονεκτήματα. Και το πράγμα πήρε τη φυσιολογική του οδό. Ο αγαπητός φίλος - που εν παρόδω έχει από την Ελληνίδα και όμορφη, πλήν όχι ξένη και ξανθιά γυναίκα του και κάμποσα παιδιά, λέει μιά μέρα ( Aυτό το λέω τελείως υποθετικά, δεν ήμουν παρών τη μέρα που πήρε την απόφαση ) : Αρκετά χρόνια έκανα με τη γυναίκα μου, καλή και χρυσή είναι, αλλά καιρός να αλλάξω πουκάμισο. Και το καινούργιο πουκάμισο είναι μιά Ρωσίδα, πιθανόν ξανθιά ή κοκκινομάλλα, έτσι άκουσα χωρίς να τείνω ούς ευήκοον.
Την ίδια μερα ή την επόμενη, άλλο χαμπάρι. Συνάδελφος κι αυτός και αρκετά νεώτερος του πρώτου και άλλης ειδικότητας - ονόματα δεν λέμε, ούτε και χωριά - άφησε τη γυναίκα του και μάλλον και κάποιο ή κάποια παιδιά τους, και πήρε μιά άλλη γυναίκα, που όπως λένε δεν είναι Ρωσίδα αλλά Ελληνίδα, πράγμα εξόχως περίεργον. Και όπως θυμάμαι να είπαν, έχει και δυό παιδιά η γυναίκα αυτή που δεν είναι Ρωσίδα αλλά είναι ζωντοχήρα. ( Ολοι ξέρουμε πόσο « τραβηχτηκές » είναι οι ζωντοχήρες, έτσι δεν είναι ; )
Ξανά πάλι στις Ρωσίδες, φαίνεται ότι το πράγμα αυτό θα είναι στην επικαιρότητα της πόλης μας - και άλλων βεβαίως πόλεων - επί πολύ, ακαθόριστο διάστημα. Νεαρός εξήκοντα οκτώ ετών, είχε στην τράπεζα κάπου εικοσιτέσσερα εκατομμυρια. ( Αυτό το ποσό ακούστηκε, κανένας όμως δεν μπορεί να τα ξέρει αυτά τα πράγματα στην πραγματική τους διάσταση ). Νεαρή και λεβεντόκορμη Ρωσίδα, τον διπλάρωσε. Ο νεαρός ήταν ασυγκράτητος, και τα εκατομμύρια έκαναν φτερά μέχρι να πείς κίμινο. Τώρα περιδιαβάζει άφραγκος και ζητά δανεικά από φίλους, αλλά δεν ξέρω αν του δίνουν.
Ετερος Καππαδόκης. Αυτός κάπως μεγαλύτερος, εβδομήντα και έξι ετών, αλλά με εβδομήντα εκατομμύρια στην τράπεζα ή στο Ταχυδρομικό Ταμιευτήριο - που δίνει κάπως μεγαλύτερο επιτόκιο. Μιά άλλη Ρωσίδα, επίσης λεβεντόκορμη και ξανθιά κατά τα φαινόμενα, πέφτει στο ψητό. Φαίνεται ότι κάτι έμειναν αυτή τη φορά από τα εκατομμύρια που λέγαμε. Το πώς εξελίχθηκαν τα πράγματα στις περιπτώσεις αυτές, δεν το ξέρω, συνεπώς μην ζητάτε να μάθετε περισσότερες λεπτομέρειες. Και φυσικά, μην ρωτάτε τα ονόματα των νεαρών αυτών συμπολιτών μας, μπορούσα να τα ξέρω αλλά δεν ενδιαφέρθηκα. Αλλά και αν τα ήξερα, δεν θα τα ανέφερα. Ισως να έγραφα μόνο με τα αρχικα του ονόματος και του επωνύμου. Αλλά όσοι από τους αναγνώστες είναι Δραμινοί, μάλλον θα μάθουν και λεπτομέρειες, και ονόματα, κρυφός παπάς δεν λειτουργεί.
Αρχίσαμε με τις Ρωσίδες που βρήκαν τον τρόπο να επιβιώσουν στη χώρα μας και στην πόλη μας. Ο σκοπός τους όταν ήλθαν, δεν ήταν βέβαια να αρπάξουν τους παντρεμένους αντρες από τις γυναίκες τους, όχι δεν ήταν αυτός. Το ακριβώς αντίθετο συμβαίνει, οι ιδιοι οι άντρες πηγαίνουν και πέφτουν στις θερμές αγκαλιές τους, για λόγους που και ποικίλοι είναι, και διαφορετικοί ίσως σε κάθε περίπτωση. Αλλά ενώ αρχίσαμε με τις Ρωσίδες, καθ΄οδόν μας προέκυψαν οι εγχώριες, οι δικές μας, που μπήκαν κι αυτές στο παιχνίδι.
Βέβαια, από τότε που υπάρχει άνθρωπος πάνω στη γή, αυτά τα πράγματα γινόντουσαν πάντοτε και θα γίνονται και στο μέλλον, όσο θα υπάρχει κόσμος και ανθρωποι. Δεν υπήρχε καμμιά ανάγκη να έλθουν οι ψηλές και ξανθές από το βορρά για να αρχίσουν αυτές οι ιστορίες. Απλώς προστέθηκε και ένας ακόμα παράγοντας στην όλη υπόθεση.
Αλλά άφησα την ιστορία στη μέση, για την ακρίβεια παρέλειψα ένα ακόμα επεισόδιο που κατατάσσεται στην ίδια κατηγορία. Όμως, ούτε κι αυτό αφορά τις συμπατριώτισσες του Νικήτα Χρουστσώφ, τις δικές μας και τους δικούς μας αφορά. ( Οχι ότι θα πάψουν να ακούγονται ιστορίες με Ρωσίδες, μαλλον θα ακούγονται από καιρού εις καιρόν κάποια τέτοια πράγματα ). Λοιπόν, ένας ακόμα συμπολίτης μας - κι αυτός του ίδιου επαγγέλματος, θεράποντας δηλαδή του Ασκληπιού, έπεσε επιδημία, το είπαμε απ΄την αρχή - εγκατέλειψε τη γυναίκα του και τα παιδιά του που δεν ξέρω πόσα είναι, και βρήκε καταφύγιο εις τας αγκάλας μιάς άγνωστης στους πολλούς γυναίκας, που κατά συμπτωσιν είναι κι αυτή ζωντοχήρα. Και όχι μόνο αυτό, έχει -έτσι νομίζω ότι ακούστηκε -και τέσσερα παιδιά, να της ζήσουν. Και κατά πώς φαίνεται, θα αποκτήσουν έναν καινούργιο πατέρα και καινούργια αδέλφια.
Λοιπόν, το θέμα είναι γενικώτερο και παλαιότατο, νόμισα στην αρχή ότι κάτι το πρωτότυπο είχα να παρουσιάσω, αλλά εκόμισα γλαύκα εις Αθήνας, χώρια που όλη η πόλη θα έχει λάβει γνώση των γεγονότων από άλλες πηγές πληροφοριών. Το γενικώτερο ανάγεται στο ότι μόνο στη μιά περίπτωση πρόκειται για Ρωσίδα, οπότε ο τίτλος του « χρονικού » αυτού δεν θα έπρεπε να είναι αυτός, και το παλαιότατο αποτελεί μιά υπάρχουσα από πάντοτε κατάσταση και δεν θα άξιζε να ασχοληθούμε μ΄αυτήν.
Παραβλέποντας όμως τις Ρωσίδες και τις ζωντοχήρες, θα μπορούσαμε να γενικεύσουμε τα πράγματα, και να πούμε λίγα λόγια για τη διάλυση των σχέσεων ενός ζευγαριού που έρχεται μετά από μακρά ή και μακρότατη συμβίωση. Για ένα πράγμα που ούτε καινούργιο είναι, ούτε ασυνήθιστο, ειδικά στους καιρούς αυτούς.
Όταν αποφασίζει ένας άντρας ή μιά γυναίκα να ζήσουν μαζύ να δημιουργήσουν αυτό που κοινώς ονομάζουμε « σπιτικό », δηλαδή οικογένεια, το κάμνουν αυτό για ένα πλήθος από λόγους. Κάποιες φορές από συμπάθεια του ενός προς τον άλλο, άλλες από οικονομικό ή άλλου είδους συμφέρον. Μερικές φορές επειδή νοιώθουν μοναξιά ή επειδή είναι τύποι « σπιτικοί », δηλαδή άτομα που έχουν τάση να σχηματίζουν οικογένεια. Και άλλοτε για διάφορους άλλους λόγους που είτε τους αγνοώ, είτε δεν μπορώ να τους φέρω στο νού. Και σπανίως επειδή υπάρχει ανάμεσα στους δύο « συμβαλλόμενους », αυτό που ονομάζουμε έρωτα.
Η σχέση αυτή μπορεί να διακοπεί για πολλούς επίσης και διάφορους λόγους. Επειδή δεν μπορούμε να βρούμε όλες τις πηγές που θα μας βοηθούσαν να αναφέρουμε τους λόγους που οδηγούν στη διάλυση ενός σπιτιού που χτίστηκε με πολλές ελπίδες και γκρεμίζεται άδοξα, θα περιοριστούμε σε λίγα που είναι λίγο ή πολύ γνωστά. Και για τα οποία δεν υπάρχει ανάγκη να συμβουλευτούμε στατιστικές ή κοινωνιολόγους.
Ενας βασικός λόγος για τον οποίο τα μαζεύουν και φεύγουν, είναι ότι επέρχεται κόρος στη σχέση ανάμεσα σε άντρα και γυναίκα. Μ΄ άλλα λόγια, έχει βαρεθεί ο ένας τον άλλο με την πάροδο τόσου χρόνου. ( Ο « τόσος » χρόνος, μπορεί να είναι είκοσι χρόνια, μπορεί να είναι και τρία χρόνια, εξαρτάται από την περίπτωση ). Ενας άλλος λόγος που σχετίζεται και με τον πρώτο, είναι ότι παύει να υπάρχει ανάμεσά τους η « φυσική » έλξη που υπήρχε πρωτύτερα, και η οποία είναι πρωταρχικής σημασίας σε τέτοιες υποθέσεις. Όταν δεν σε « τραβά » ο αντρας σου ή γυναίκα σου, τότε η συμβίωση γίνεται εντελώς συμβατική. Και από εκεί και ύστερα, φυσικό είναι να θελήσουν να χωρίσουν εντελώς τα τσανάκια τους, δεν έχει και πολύ νόημα η συνέχιση της κατάστασης αυτής.
Οι συνεχείς συγκρούσεις που υπάρχουν ανάμεσα στον άντρα και τη γυναίκα επί πολλών ζητημάτων και προβλημάτων, οδηγεί σε ψύχρανση μόνιμη της σχέσης, οπότε τα πράγματα δεν είναι επανορθώσιμα. Το ποιές μπορεί να είναι οι αίτιες των συγκρούσεων αυτών, δεν είναι ανάγκη να αναφερθούν, μπορεί να είναι πολλές και διάφορες. Ενας άντρας που έχει πέσει στον αλκοολισμό ή στο επαγγελματικό χαρτοπαίχνιο, που δέρνει τακτικά και ανελλιπώς τη γυναίκα του. Μιά γυναίκα που ξοδεύει τον μισό προϋπολογισμό σε λούσα. Αυτά σαν απλά παραδείγματα. Αλλά ένα πολύ συχνό αίτιο, είναι ο εγωϊσμός που δεν επιτρέπει να γίνει μιά μικρή έστω υποχώρηση που θα επανέφερε τα πράγματα στα προηγούμενα επίπεδα, ενώ τα αφήνει να χειροτερεύουν. Το πείσμα και ο εγωϊσμός είναι παράγοντες καταστρεπτικοί για τη διατήρηση μιάς ομαλής σχέσης μεταξύ ανθρώπων που συγκατοικούν, ανθρώπων που έχουν ο καθένας τις διαφορετικότητές του.
Χωρίζουμε - λένε - επειδή δεν υπάρχει πιά ο έρωτας που είχαμε άλλοτε μεταξύ μας. Ο ισχυρισμός αυτός δεν φαίνεται να έχει πολλή βάση, ο αληθινός έρωτας δεν ξεθυμαίνει ποτέ, αυτό που ξεθυμαίνει είναι ένα σφοδρό μεν, αλλά βραχείας διάρκειας συναίσθημα, που μπορεί να είναι πολλές φορές μόνο πόθος. Ένα ηφαίστειο που εκρήγνυται σε λίγο χρονικό διάστημα, και δεν απομένει τίποτε άλλο από κρύα λάβα και στάχτες. Τολμώ να πώ, ότι ο έρωτας είναι αληθινός, όταν υποστεί την επίδραση του χρόνου και όμως παραμένει ανέπαφος ή και αυξάνεται. Τις υπόλοιπες φορές, νομίζουμε ότι υπάρχει έρωτας, απλώς νομίζουμε.
Για να ξαναγυρίσουμε στις Ρωσίδες και τις ζωντοχήρες. Είναι λογικό να εγκαταλείψει κανείς την οικογένειά του για χάρη μιάς σχέσης που δεν υπόσχεται διάρκεια ; Λογικό μπορεί να μην είναι, αλλά ο άνθρωπος δεν λειτουργεί συνήθως με λογική, πόσο μάλλον σε τέτοια ζητήματα. Γι αυτό, συνιστώ στις γυναίκες της πόλης μας, προσοχή. Και επαγρύπνηση. Και γιατί μόνο στις γυναίκες και όχι και στους άντρες ; Για τον απλό λόγο, ότι ούτε Ρώσοι υπάρχουν στην πόλη μας, και ούτε ήσαν οι ζωντόχηροι ποτέ τόσο ελκυστικοί.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου