Ατιμο πράγμα η συνήθεια. Δεν λέει το ρητό « Εξις δευτέρα φύσις ; ». Λοιπόν όλα τα κάμνουμε με βάση κάποιες συνήθειες που μπορεί να είναι χρήσιμες -όπως η τάξη, το νοικοκυριό, το ντύσιμο και άλλα πράγματα - άλλα είναι « ουδέτερα », δηλαδή ούτε χρήσιμα, ούτε βλαβερά. Αλλά τι τα θέλετε, τι τα γυρεύετε, αυτές οι συνήθειες που κυριεύουν τον άνθρωπο, δεν είναι ούτε οι χρήσιμες, ούτε οι « ουδέτερες ». Είναι οι βλαβερές. Από πού να αρχίσουμε και πού να προχωρήσουμε, γιατί, για να φτάσουμε σε κάποιο τέρμα δεν γίνεται λόγος, τόσο πολλές είναι. Το τσιγάρο, η χαρτοπαιξία, το αλκοόλ, τα ναρκωτικά, η σεξομανία μέχρι τέλειας υπερβολής, το καθημερινό - ή μάλλον καθεβραδυνό - ξενύχτι. Η ρουλέττα. Αυτά μου ήλθαν πρόχειρα στο νού, δεν έχω την επιμονή - κι αυτή είναι μιά συνήθεια - να ψάξω να βρώ άλλες. Κι αυτές είναι - όπως είπαμε - που δεν κόβονται εύκολα, μερικές μάλιστα, όπως η χαρτοπαιξία και η ρουλέττα, δεν κόβονται με καμμιά κυβέρνηση, συντηρητική ή « σοσιαλιστική ». Αντίθετα, οι χρήσιμες και οι ουδέτερες συνήθειες, κόβονται ευκολώτατα και χωρίς καμμιά προσπάθεια. Τώρα, γιατί γίνεται αυτό και όχι το αντίστροφο, δεν το ξέρω, μάλιστα νομίζω πως ούτε και οι ειδικοί το ξέρουν, ίσως είναι έμφυτο στην ανθρώπινη φύση.
Πριν από καμμιά τριανταριά χρόνια - στην πόλη μας το γεγονός αυτό έλαβε χώραν το 1971 - μιά σατανική εφεύρεση ήλθε και εγκαταστάθηκε στα σπίτια μας. Στην αρχή δεν πήραμε χαμπάρι πού θα μας οδηγούσε το πράγμα αυτό που είχε κάνει την εμφάνισή του στην « πεπολιτισμένην » Ευρώπην πριν άλλα εικοσιπέντε χρόνια, συγκεκριμμένα το σωτήριον έτος 1947. Ηταν ένα κουτί μεγάλου μεγέθους και σε σχήμα όχι εντελώς ομαλού ορθογώνιου κασονιού. Ένα τζάμι ήταν κολλημμένο στο μπροστινό του μέρος, και κάποια κουμπιά ήσαν στο πλάϊ του τζαμιού ( ή κάποτε κάτω απ΄ το τζάμι ). Πήγαινες κοντά του, πατούσες ένα απ΄ τα κουμπιά και άναβε ένα φώς πίσω απ΄ το τζάμι. Στην αρχή δεν φαινόταν τίποτε, αλλά σε λίγα δευτερόλεπτα, κάποια σχήματα έβγαιναν πίσω απ΄ το τζάμι εκείνο και αμέσως είχες μπροστά σου μιά μικρή οθόνη κινηματογράφου, μάλιστα μερικές από τις οθόνες αυτές ήσαν πολύ μικρότερες, κάτι ίντσες - μιά ίντσα είναι δυόμισυ πόντοι - λέγανε για τις οθόνες αυτές, εννοώντας το διαγώνιο μάκρος της οθόνης.
Η συσκευή αυτή - δεν θυμάμαι ποιός άτιμος την ανακάλυψε, το έχω γράψει κάπου αλλού αλλά το ξέχασα - ήταν πανάκριβη, σημερινά εφτακόσια χιλιάρικα, και βάλε και άλλα εβδο-μήντα την κεραία που στεκόταν στην ταράτσα του σπιτιού και κάτι τεχνικά, φτάσαμε τις οκτακόσιες χιλιάδες, κάπου δυόμισυ χιλιάδες Ευρώ δηλαδή, και να σκεφτεί κανείς ότι η συσκευή έδειχνε ασπρόμαυρες εικόνες. Στην αρχή, λιγοστοί είχαν αυτό το καινούργιο πράγμα, και πολύ περήφανοι ήσαν που το είχαν. Δεν πέρασε όμως πολύς καιρός, και γέμισε η πόλη από κεραίες, έτσι έχασε την πρωτινή του λάμψη, όταν αυτό που το έχεις και το καμαρώνεις, το έχει ύστερα και η κουτσή Μαρία, δεν το καμαρώνεις καθόλου πιά, έτσι δεν είναι ;
Οι άνθρωποι καθόντουσαν απ΄ το βράδυ - την ημέρα δεν έπαιζε ευτυχώς - και παρακολουσαν ότι έπαιζε αυτό το μεγάλο κουτί. Ησαν ενθουσιασμένοι, είχαν στο σπίτι τους έναν κινηματογράφο, γιατί να παίρνουν τους δρόμους νυχτιάτικα, να πάνε στο σινεμά και να πληρώνουν και τα εισιτήρια, και ύστερα να γυρίζουν στο σπίτι τα άγρια μεσάνυχτα, κάποτε μάλιστα μέσα στην παγωνιά ; Ετσι θα βγάλουμε και τα έξοδα που κάναμε για να στήσουμε αυτό το μαραφέτι, έτσι ίσως έλεγαν.
Η ιστορία άρχιζε - όπως είπαμε - το βράδυ, και τέλειωνε τα μεσάνυχτα με το τελευταίο δελτίο ειδήσεων. Ολες αυτές τις ώρες, κανένας δεν το κουνούσε απ΄την πολυθρόνα του,έπαιρνε και κάμποσο πασατέμπο, και σαν αγάς παρακολούθούσε τα επί της οθόνης τεκταινόμενα, ότι κι αν ήσαν αυτά. Και έτσι, φτάσαμε στο σημείο να περνάμε απλώς την ώρα μας, έτσι χωρίς τη συνηθισμένη βραδυνή κουβεντούλα, ή τις κάποιες συναναστροφές, τις φιλικές επισκέψεις, αυτές που στα παλιά χρόνια τις λέγανε « βεγγέρες ».
Στα περισσότερα σπίτια των ελληνικών αστικών οικογενειών, υπάρχει σε ένα δωμάτιο του σπιτιού - το σαλόνι συνήθως - ένα έπιπλο που προορίζεται να φιλοξενεί βιβλία. Η βιβλιοθήκη αυτή μπορεί να είναι στον ίδιο χώρο όπου βρίσκεται και το κουτί με την οθόνη. Κάποιοι - ή αρκετοί -έχουν λίγα βιβλία στη βιβλιοθήκη, αλλά τα κυριώτερα αντικείμενα που υπάρχουν σ΄αυτήν είναι μπουκάλια με διάφορα ποτά, ουϊσκι, κονιάκ βότκα και τα παρόμοια. Ακόμα, μπορεί να φιλοξενούνται εκεί και διάφορα μπιμπελό. Και όπως είπαμε, υπάρχουν και μερικά βιβλία που βρίσκονται εκεί για « μόστρα », γίνεται βιβλιοθήκη χωρίς βιβλία ; Άλλη υπόθεση είναι αν τα διαβάζει ποτέ κανένας.
Αλλά από όσο θυμάμαι, στις παλιές εποχές, οι πιό πολλοί είχαν πολλά ή έστω αρκετά βιβλία στο έπιπλο αυτό, και μάλιστα τα διάβαζαν συχνά, μερικοί μάλιστα επί καθημερινής βάσεως. Βέβαια, είναι γνωστό ότι οι Ελληνες -όπως και οι λοιποί Μεσογειακοί λαοί - ξοδεύουν πολύ μικρό ποσοστό του εισοδήματός τους σε αγορά βιβλίων, αντίθετα με τους Βόρειους που λόγω μάλλον κλίματος, ξοδεύουν πολλαπλάσιο ποσοστό γι αυτό το σκοπό.
Τι βιβλία μπορεί να βρίσκονται σε μιά βιβλιοθήκη ; Μά πάσης φύσεως, ιστορικά, λογοτεχνικά, ξένων γλωσσών, άτλαντες γεωγραφικοί και διάφορα και ποικίλα άλλα. Πέφτει το μάτι σου στη βιβλιοθήκη, και βλέπεις ένα βιβλίο που εκείνη τη στιγμή σου έρχεται η επιθυμία να το κατεβάσεις από το ράφι και να αρχίσεις να το διαβάζεις. Αυτό γινότανε άλλοτε, λίγο ή πολύ οι άνθρωποι διάβαζαν και κανένα βιβλίο, μάλιστα υπήρχαν και βιβλιομανείς, που τα « καταβρόχθιζαν » τακτικά και μεγάλη ταχύτητα. Η συνήθεια της ανάγνωσης βιβλίων, άρχιζε συνήθως απ΄την εφηβική ηλικία και συνέχιζόταν στα κατοπινά χρόνια. Ετσι, όταν γινόταν λόγος για - ας πούμε - λογοτεχνία, όλο και κάτι ήξεραν οι άνθρωποι για το θέμα, έστω μιά ιδέα. Το ποιός ήταν λ.χ. ο Βίκτωρ ( ή Βίχτορας κατά την πούρα δημοτικιά γλώσσα ) Ουγκώ, το ήξεραν πολλοί ή και οι περισσότεροι, κι ας μην είχαν διαβάσει τους « Άθλιους » ή την « Παναγία των Παρισίων ».
Λοιπόν, μ΄αυτή την ιστορία του μεγάλου κουτιού -που πολλοί το ονομάζουν « χαζοκούτι » - φαίνεται ότι προς το παρόν τουλάχιστον, αλλά και ίσως και οριστικά, η ανάγκη των ανθρώπων να διαβάζουν, πάει περίπατο. Είπαμε για τη δύναμη της συνήθειας. Πάρα πολλά πράγματα τα κάμνουμε, επειδή έτσι συνηθίσαμε να κάμνουμε. Όταν διακόψουμε μιά συνήθεια για διάφορους λογους, είναι πολύ πιθανό ότι δεν θα ξαναγυρίσουμε σ΄αυτήν, εφ΄όσον οι συνθήκες κάτω από τις οποίες διακόψαμε, εξακολουθούν να υπάρχουν.
Μ΄αυτό το λογικό επιχείρημα, εφ΄όσον εξακολουθούμε να την αράζουμε στην πολύθρόνα μας και να βλέπουμε με ενδιαφέρον - ή και αδιαφόρως - τη μικρή οθόνη που βρίσκεται μπροστά μας, και έτσι να περνά η ώρα μας χωρίς να το παίρνουμε χαμπάρι, δεν βλέπω πώς θα ξαναπάρουμε στο χέρι ένα βιβλίο και θα έχουμε την όρεξη να το διαβάσουμε. Ο νους μας θα είναι - τουλάχιστον για το χρόνο του διαλείμμματος που κάμνουμε στο διάβασμα για να ξεκουραστούμε - στη συσκευή που στέκει σιωπηλή και περιμένει να την ανοίξουμε. Πρόκειται για έναν από τους αναρίθμητους πειρασμούς που αντιμετωπίζουμε καθημερινά, και που δεν μπορούμε να τους υπερνικήσουμε.
Όταν βάλουμε δίπλα δίπλα την τηλεόραση και το βιβλίο, και θελήσουμε να κάνουμε μιά σύγκριση για το πιό απ΄ τα δύο είναι εκείνο που μας προσφέει την « αληθινή » ψυχαγωγία, αναγκαστικά θα καταλήξουμε στο βιβλίο, όταν μάλιστα δούμε κατάματα και χωρίς προκαταλήψεις, τί προσφέρει το ένα και τί το άλλο. Στο βιβλίο, έχουμε το δικαίωμα να επιλέξουμε αυτό που ε μ ε ί ς θέλουμε, όχι αυτό που μας προσφέρουν οι άλλοι. Θα μου πείτε ότι και στην τηλεόραση μπορούμε να κάνουμε επιλογή εκείνων που θέλουμε να δούμε, υπάρχουν πολλά κανάλια με ποικίλα πράγματα.
Σαν μια απλή ιδέα, αυτό το επιχείρημα φαίνεται να στέκεται. Αλλά ας εξετάσουμε τι είδους επιλογή μας επιτρέπει το « κουτί ». Ας πάρουμε τον τομέα των ειδήσεων. Όλα τα κανάλια μεταδίδουν τις ειδήσεις τους την ίδια περίπου ώρα, και όλες οι ειδήσεις είναι σχεδόν ίδιες, συνεπώς στον τομέα αυτό δεν έχουμε κανένα περιθώριο επιλογής, όπου κι αν γυρίζουμε, το ίδιο πράγμα ακούμε. Δεν λέω να αποφεύγουμε να ακούμε το τι γίνεται στον κόσμο,αντίθετα μάλιστα. Αλλά αυτό θα μας απασχολήσει μισή ή μιά ώρα, όχι παραπάνω. Ας πάμε λοιπόν στα άλλα.
Ενας από τους κύριους σκοπούς της τηλεόρασης -στα αρχικά τουλαχιστον στάδια της ανάπτυξής της - ήταν η μετάδοση κινηματογραφικών ταινιών, που είπαμε ότι θα μας γλύτωνε από τη φασαρία να ντυθούμε, να βγούμε μέσα στην παγερή νύχτα και τα υπόλοιπα. Αυτό δε γίνεται πιά, οι ταινίες που παίζονται και λίγες είναι, και οι πλείστες από αυτές είναι τρίτης και τέταρτης κατηγορίας. Ποιά επιλογή να κάνεις ανάμεσα στην τρίτη και την τέταρτη κατηγορία ; Αδικα θα « τρως » την ώρα σου, αυτό που είχες όταν έφευγες από την κινηματογραφική αίθουσα, δεν το έχεις πιά. Πάνε λοιπόν και οι ταινίες, δεν αξίζει ενός λεπτού της ώρας η παρα-κολούθησή τους από τη μικρή οθόνη, τελεία και παύλα.
Για τις τηλεοπτικές « σειρές » - αυτές τις εκπομπές που αντικαταστήσανε τις « επιφυλλίδες » των εφημερίδων των παλαιότερων εποχών - τα έχουμε ξαναπεί και δυό και τρεις φορές, θα ήταν μάλλον περιττό να επανέλθουμε. Αλλά με την ευκαιρία, ας πούμε λίγα λόγια και γι αυτό το είδος που πολλοί το έχουν περί πολλού. Ποιά είναι η καλλιτεχνική αξία αυτών των σειρών ; Καμμιά απολύτως. Αρκεί να δεί κανείς μερικές από αυτές, και αν έχει κάποιο στοιχειώδες καλλιτεχνικό αισθητήριο, θα τις πετάξει όλες μαζύ στον κάλαθο των αχρήστων, εκεί είναι η θέση τους. Τελευταίως μάλιστα όπως θα έχουν προσέξει όλοι όσοι ασχολούνται μ΄αυτά τα φτηνιάρικα κατασκεύσματα, όλοι οι μεγάλοι πομποί - μηδέ και των κρατικών εξαιρουμένων - παίζουν καθημερινά και σε διάφορες ώρες, νοτιοαμερικανικά και κεντρικοαμερικανικά σήριαλς, κυρίως δακρύβρεκτα Μεξικάνικα, που όλα μοιάζουν το ένα με το άλλο, ακολουθούν μιά καθιερωμένη συνταγή. Πάνε κι αυτά.
Να αποκτήσουμε κάποιες γνώσεις από τα « ντοκυμανταίρ » που προβάλλονται από ένα δυό κρατικά κανάλια ; Μάλιστα, αυτό μπορεί να γίνει, αλλά στην πραγματικότητα, αυτές τις πολύ αξιόλογες εκπομπές ελάχιστοι τις παρακολουθούν, είναι « δύσπεπτες », καθώς ασχολούνται με ειδικά θέματα που λίγους ενδιαφέρουν.
Για τα t a l k s h o w s, τα έχουμε πεί κι άλλες φορές, φλυαρίες βαρετές και τίποτε άλλο, μάλιστα, οι τηλεοπτικές συζητήσεις επί πολιτικών και οικονομικών θεμάτων, είναι οι πιό βαρετές, δεν αξίζει να ασχολείται κανένας μ΄αυτές. Πολλές φορές φτάνουν να εξαγριώσουν τον τηλεακροατή με τους διαξιφισμούς και κάποτε και με τις προσωπικές επιθέσεις των προσκεκλημένων που μετέχουν στα
p a n e l s αυτά.
Λησμόνησα το κυριώτερο απ΄όλα, τη γλώσσα, την κακομοίρα αυτή ελληνική γλώσσα που επάνω της ασχημονούν οι πάντες, αρχίζοντας από τους δημοσιογράφους -κάτι « Σεμπτέβρης » και κάτι « Οκτώμβρης », κάτι « ως αναφορά » ( αντί του ορθού « όσον αφορά » ), και « υπέρ του δέοντος » ( αντί του ορθού « υπέρ το δέον » ), και δεν συμμαζεύεται - και πηγαίνοντας στους πολιτικούς - όχι βέβαια όλους - που υποτίθεται ότι έχουν κάποιο πτυχίο Πανεπιστημιακό, αλλά που δεν ξέρει κανείς ποιά ώρα της νύχτας το πήραν. Για τους δημοσιογράφους, και κυρίως εκείνους των εξωτερικών ρεπορτάζ, απορεί κανείς πώς τους πήραν στα κανάλια χωρίς να έχουν βγάλει το Δημοτικό σχολείο, ή μηπως το έχουν βγάλει και πήγαν κι ακόμα παραπάνω, ίσως και σε Πανεπιστήμιο και δεν τους φαίνεται ; Το πράγμα καταντά αξεδιάλυτο μυστήριο, που ούτε ο Σέρλοκ Χολμς θα μπορούσε να το λύσει.
Για χάρη όλων αυτών που μας έγιναν συνήθεια, παρατήσαμε ολωσδιόλου το βιβλίο, αυτό που μας έκαμνε ανθρώπους μορφωμένους, δεν μας έκαμναν τα σχολεία, αυτό το ξέρανε όλοι κάποια εποχή. Το σχολείο και το Πανεπιστήμιο, σου δίνουν κάποιες απαραίτητες γνώσεις πάνω στον τομέα στον οποίο θα εργαστείς, δεν σου δίνουν μόρφωση. Κι αν αυτό ήταν αληθινό τις παλαιότερες εποχές, πολύ περισσότερο είναι τώρα που εγκαταλείφθηκαν τα βιβλία στα ράφια τους, και μένουν εκεί και θα μένουν εκεί στον αιώνα, σκονισμένα αλλά ατσαλάκωτα και ολοκαίνουργια, μιάς και κανένας δεν λαβαίνει τον κόπο να τα ανοίξει και να δεί τι γράφουν εκεί μέσα αυτοί που τα έγραψαν μιά φορά κι έναν καιρό.
Η εποχή που υπήρχαν άνθρωποι με μόρφωση, παρήλθε μιά και καλή, δεν ξανάρχεται πίσω. Τώρα, είμαστε γνώστες των πιό απόκρυφων της τεχνολογίας, ξέρουμε τα πάντα αναφορικά με τους τομείς με τους οποίους ασχολούμαστε, αλλά μοιάζουμε με τους καινούργιους γιατρούς που είναι ειδικευμένοι σε ένα πολύ στενό τομέα της επιστήμης τους, αυτό που έλεγε ο χιουμορίστας καθηγητής Μέρμηγκας « Θα έλθει μία εποχή που θα υπάρχει ειδικός ιατρός διά τον δεξιόν οφθαλμόν και άλλος διά τον αριστερόν ». Κατά κάποιον τρόπο, οι σημερινοί απόφοιτοι των ανώτατων σχολών είναι ιατροί διά τον δεξιόν και τον αριστερόν οφθαλμόν. Ρώτησε τους κάτι για ιστορία, για πολιτισμούς, για αρχαιολογία, για λογοτεχνία, γιά γεωγραφία - πού βρίσκεται η Βολιβία λόγου χάριν - και θα πάρεις την απάντησή σου : « Ωχ, βρε αδερφέ, μ΄αυτά θα ασχολούμαστε τώρα ; ».
Για την καλλιέργεια του πνέυματος, κανένας δεν δίνει τσακιστή δεκάρα, τι μας χρειάζεται επιτέλους αυτό το πνεύμα, και πρέπει να το καλλιεργούμε σαν να ήτανε χωράφι που το σπέρνουμε για να καρποφορήσει, και στον καιρό του να πάμε να μαζέψουμε τη σοδειά ; Αυτή είναι η επικρατούσα εντύπωση σήμερα, και ποιός μπορεί να την αλλάξει ; Ετσι θα παραμείνουν τα πράγματα, αυτό βλέπω. Ξέρω όμως κι αυτό : Αν η τεχνολογία ευκολύνει τη ζωή - πράγμα που είναι ευπρόσδεκτο - όμως το παραγκωνισμένο πνεύμα είναι αυτό που την κάμνει όμορφη.
Και για να ξαναγυρίσουμε στα βιβλία. Ο καινούργιος κόσμος δεν ξέρει τη γοητεία ενός λογοτεχνικού έργου, έστω και δευτερεύουσας κλάσης. Ακόμα και ένα αστυνομικό μυθιστόρημα - από τα καλά βέβαια, όπως της θείας Άγκαθα - παρουσιάζει εξαιρετικό ενδιαφέρον, τέτοιο που όταν το πάρεις στα χέρια σου, δεν το αφήνεις κάτω αν δεν πάς στην τελευταία του σελίδα. Κι αυτό το ανάφερα μόνο για παράδειγμα, υπάρχουν ανεκτίμητοι θησαυροί μέσα στη λογοτεχνία, την ξένη και την ημεδαπή. Αλλά η λογοτεχνία είναι εκτός εποχής, αυτό θα μου πείτε. Και θα έχετε ίσως δίκαιο.
Βέβαια, κάθε τόσο ακούμε για εκδοτικούς οίκους που τυπώνουν πολλά και διάφορα βιβλία, και σχηματίζουμε την εντύπωση ότι τα βιβλία αυτά πουλιούνται σε μεγάλους αριθμούς. Μερικοί μάλιστα από τους εκδοτικούς αυτούς οίκους, έχουν μπή και στο χρηματιστήριο. Αλλά μην ξεγιελιέστε από αυτά τα πράγματα, η πραγματικότητα δείχνει ότι οι άνθρωποι που αγοράζουν και διαβάζουν αυτά τα βιβλία, είναι περιορισμένοι σε αριθμό, πολύ περιορισμένοι. Κι αν περιμένουν οι βιβλιοπώλες να τα βγάλουν πέρα, πουλώντας μόνο βιβλία, είναι σίγουρο ότι δεν θα καταφέρουν και πολλά πράγματα, γι αυτό έχουν στα μαγαζιά τους και ένα πλήθος από άλλα προς πώλησιν πράγματα, καρμπόν, τετράδια, μολύβια, και ένα σωρό άλλα, σχετικά με τη γραφή.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου