Δευτέρα 12 Σεπτεμβρίου 2011

Π Ε Ρ Ι Ο Ι Κ Ι Α Κ Η Σ Ο Ι Κ Ο Ν Ο Μ Ι Α Σ

Βρισκόμαστε σε μιά εποχή, στην οποία κι αυτή η λέξη « οικονομία », ακούγεται σαν να έρχεται από άλλον πλανήτη. Ηταν πολύ στην καθημερινή χρήση τα παλιά και όχι πολύ παλιά χρόνια, έπεσε σε τέλεια αχρηστία τις τελευταίες δυό κυρίως δεκαετίες, άντε να πούμε τρεις. Αυτά βέβαια για τη χώρα μας την ένδοξη και τον λαό της, αλλού μάλλον θα εξακολουθεί να είναι εν χρήσει αυτός ο όρος. Φυσικά, και εδώ χρησιμοποιούμε αυτή τη λέξη με διάφορες έννοιες και σε διαφορετικά κοινωνικά στρώματα. Ακούμε να την λένε οικονομικοί υπουργοί, αναφερόμενοι στα δημόσια οικονομικά, ακούμε να τη λένε συντάκτες οικονομικών εφημερίδων, ακούμε να τη λένε κάποιοι μικροσυνταξιούχοι πολύ φτωχοί. Από τους άλλους τίποτε.
Η πρώτη διατύπωση του όρου οικονομία, έρχεται από τον Αριστοτέλη. Που την ονομάζει « τέχνη της διαχείρησης του οίκου ». Αυτό τα λέει όλα, νόμος και οίκος. Εχεις την άλφα οικονομική κατάσταση, πρέπει να κανονίζεις τα έξοδά σου κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να μην υπερβαίνουν τα έσοδά σου. Αν δεν μπορείς να το πετύχεις αυτό, τότε πέφτεις έξω και βάζεις το κεφάλι σου σε μεγάλους μπελάδες, και συχνά στα κεφάλια άλλων ένα όμορφο « φέσι ».
Η ελληνική κοινωνία, διαιρείται σήμερα σε τρεις κλάσεις, σε τρεις τάξεις όπως θα έλεγε και ο Κάρολος Μαρξ. Χωρίς αυτό να σημαίνει καθόλου ότι υπάρχει εκείνη η περίφημη « πάλη των τάξεων », που ο μεγάλος αλλά αφελέστατος εκείνος Γερμανοεβραίος κοινωνιολόγος και οικονομολόγος, είχε φανταστεί πριν από χρόνια και ζαμάνια. Και αυτές οι τάξεις, είναι οι πολύ πλούσιοι, οι μεσαίοι που θεωρούνται ευκατάσταστοι και με μιά αρκετά καλή οικονομική επιφάνεια, ( που πολύ συχνά όμως, αυτή η καλή επιφάνεια χαλάει από τα ίδια τα μέλη αυτής της τάξης ). Και τέλος, υπάρχει και η χαμηλή τάξη, που αυθαίρετα εντελώς, θα μπορούσαμε να τη χωρίσουμε σε δυό χωριστές κατηγορίες, την μικροεισοδηματική τάξη με τα χαμηλά εισοδήματα, και την τάξη των φτωχών, που τα οικονομικά τους, είναι καλά μεν για τριτοκοσμικές χώρες, ανεπαρκή όμως τελείως για δευτεροκοσμικές χώρες, όπως είναι η δική μας. Μέσα σ΄αυτή την τάξη, είναι και αυτοί που βρίσκονται κάτω από τα όρια της φτώχειας, όπως υπολογίζεται αυτή στις πρωτοκοσμικές - ακόμα και στις πολύ αναπτυγμένες οικονομικά - και τις δευτεροκοσμικές χώρες.
Το όλο πρόβλημα της οικονομίας του Αριστοτέλη, βρίσκεται στη μεσαία τάξη, αυτή που έχει και τα περισσότερα μέλη. Η οποία μεσαία τάξη, έχει τις περισσότερες φορές τα μαύρα χάλια της αυτά τα τελευταία χρόνια. Ο ισολογισμός της είναι αρνητικός, έξοδα πάνω από τα έσοδα. Και όλη αυτή η ανωμαλία ανάμεσα στο δούναι και το λαβείν, οφείλεται, όπως φαίνεται, στο πνεύμα που επικρατεί στις δυτικές - και περισσότερο στην ελληνική - κοινωνίες.
Ο άνθρωπος έχει ένα συγκεκριμένο μηνιαίο εισόδημα, μπορεί λίγο πάνω, μπορεί λίγο κάτω. Πρέπει συνεπώς να γνωρίζει και τα έξοδα που του επιτρέπεται να κάνει, και που δεν θα πρέπει να υπερβαίνουν τα έσοδά του. Αν σε κάποιο χρονικό διάστημα, ας πούμε λίγων μηνών, έχει μεγαλύτερο το σκέλος των εξόδων σε σχέση με εκείνο των εσόδων, υπάρχει περιθώριο να μειώσει σε κάποιο επόμενο διάστημα τα έξοδά του, έτσι ώστε να επαναφέρει τα χρωστούμενα
στη θέση τους. Μ΄άλλα λόγια, αυτά που έχει πάρει δανεικά, να μην καταντήσουν να γίνουν αγύριστα, οπότε τα πράγματα θα πάρουν πολύ άσχημη τροπή.
Μιά φορά κι έναν καιρό, τα πράγματα είχαν άλλη όψη. Δεν είχες φράγκα στη διάθεσή σου ; Πήγαινες στο μαγαζί, και έλεγες στο μαγαζάτορα : « Θα μου δώσεις αυτό, ετούτο κι εκείνο. Και θα σε πληρώσω όταν θα εισπράξω κι εγώ αυτά που έχω να παίρνω από αυτά που μου χρωστά το κράτος ή οι άνθρωποι ». Ο μαγαζάτορας, που ήξερε τους ανθρώπους τί καπνό φουμάρανε, τους ήξερε απ΄την καλή κι απ΄την ανάποδη, αποφάσιζε τί έπρεπε να κάνει. Να σου δώσει αυτά που ζητούσες και να τα περάσει στο τεφτέρι του, ή να σου πεί χωρίς πολλές ευγένειες, ότι πίστωση δεν μπορεί να σου κάνει για λόγους που δεν σε ενδιαφέρουν.
Τη σύγχρονη εποχή, τα τεφτέρια των μαγαζάτορων, τα αντικαταστήσανε με άλλου είδους τεφτέρια. Πρόκειται για τις κάρτες, τις πάσης φύσεως τραπεζικές κάρτες. Πηγαίνεις σε μιά, ή και δυό, κάποτε και σε τρεις τράπεζες και ζητάς μιά πιστωτικη κάρτα. Αυτή η καρτα που σου δίνει τη δυνατότητα να πηγαίνεις στην αγορα, και να ψωνίζεις και του πουλιού το γάλα, δεν είναι τίποτε άλλο από ένα τεφτέρι παλαιού τύπου, που έχει εκσυγχρονιστεί, έχει γίνει ηλεκτρονικό. Και το οποίο δεν το κρατάει στο συρτάρι του ο μπακάλης, αλλά το κουβαλάς επάνω σου. Αλλά ότι κι αν αγοράσεις, πηγαίνει ηλεκτρονικώ των τρόπω στην τράπεζά σου - και τις δυό και τις τρεις - και περνάει τα βερεσέδια σου μέσα στους λογαριασμούς σου.
Αλλα ενώ εσύ έχεις κατατεθειμένα στην τραπεζα ορισμενα χρήματα, τρέχεις στα μαγαζιά και αγοραζεις με την εν λόγω κάρτα σου, πράγματα που είναι μεγαλύτερης αξίας από τα όβολα που έχεις στην τράπεζα, τα οποία όμως τα έχεις φάει και μπήκες και μέσα στη τράπεζα. Η οποία σε πληροφορεί, ότι έχεις ξεπεράσει τις δυνατότητές σου, έχεις πάρει τον κακό δρόμο του παλιότερα λεγόμενου « μπαταχτσή ». Και ότι πρέπει τώρα να επανορθώσεις τα μπαταχτσιλίκια σου αυτά. Και φυσικά, πάνω σ΄όλα αυτά, πρέπει να κερδίσει κι η τράπεζα. Και κερδίζει από τους τόκους και τα άλλα που γράφονται με μικρά γράμματα. Λοιπόν, αυτές οι πιστωτικές κάρτες, αποκλείουν κάθε έννοια οικονομίας, απ΄εναντίας προωθούν τη σπατάλη.
Εκτος από τις πιστωτικές κάρτες που πληρώνονται με τόκους στην τράπεζα, υπάρχουν κι άλλων ειδών κάρτες, δηλαδή άλλων μορφών δανεισμοί. Οι τράπεζες - το έχουμε πεί αυτό κι άλλες φορές - είναι φιλανθρωπικα καταστήματα, φροντίζουν για τους ιδιοκτήτες και τους μετόχους τους, που είναι βέβαι άνθρωποι. Σου δίνουν λοιπόν τη δυνατότητα να ανοίξεις και άλλων ειδών τεφτέρια, κι αυτά είναι τα καταναλωτικά δάνεια, τα εορτοδάνεια, τα δάνεια διακοπών και δάνεια για ότι άλλο επιθυμείς. Για να περάσεις μερικές αξέχαστες νύχτες με κάποιες c a l l g i r l s, ξέρετε κάποια χρήσιμα αγγλικά και δεν χρειάζεται εδώ καμμιά μετάφραση. Και τα βερεσέδια σου ανεβαίνουν.
Δεν είναι βέβαια σαν τα παλιού τύπου βερεσέδια, και δεν είναι τα σημερινα ηλεκτρονικά τεφτέρια ίδια με τα παλιά. Στον μπακάλη και τον μανάβη που πήγαινες τότε, του έλεγες « να τα γράψει », κι αυτός τα έγραφε. Χωρίς όμως να σε επιβαρύνει με οποιουδήποτε είδους τόκους, σε όσα .έπαιρνες όλο το διάστημα που γραφόντουσαν τα βερεσέσια σου, τίποτε δεν πρόσθετε ο μαγαζάτορας, πλήρωνες μόνο όσα ακριβώς του χρωστούσες.
Τα πράγματα όμως έχουν αλλάξει ριζικά από τότε. Παίρνεις τώρα ένα δάνειο - κατανα-λωτικό, δάνειο διακοπών ( και μή χειρότερα δηλαδή ), εορτοδάνειο - και σου έρχονται κατόπιν οι δόσεις που πρέπει να πληρώσεις για την αποπληρωμή του. Αλλά τα φράγκα που έχεις διαθέσιμα, είναι λιγοστά, δεν φτάνουν για να πληρώσεις τις δόσεις. Και τί πρέπει να κάνεις τότε ; Πολύ απλά, ότι κάνουν και οι άλλοι, να πάς δηλαδή και να πάρεις ( από άλλη τράπεζα βέβαια ) άλλο ένα δάνειο, με το οποίο θα πληρώσεις το παλιό δάνειο. Αλλά και για το καινούργιο, θα πρέπει να δώσεις τις δόσεις του, αυτές οι τράπεζες είναι πολύ άσπλαχνες, δεν χαρίζουν ούτε μέρος από τους τόκους. Κι αν παραστεί ανάγκη, παίρνεις κι άλλο δάνειο για να πληρώσεις το δεύτερο, και άκρη δεν βρίσκεις μ΄αυτή την υπόθεση, είσαι πάντα καταχρεωμέ-νος μέχρι το λαιμό. Κι όλα αυτά, εντελώς αντίθετα με τους παλιούς μαγαζάτορες, που ούτε τόκους έπαιρναν, ούτε και ορισμένες προθεσμίες έβαζαν στους βερεσετζήδες πελάτες τους.
Με τούτα και με κείνα, οικονομία δεν είναι δυνατό να γίνει. Στα παλιά φτωχά χρόνια, οι άνθρωποι είχαν κάποιες οικονομίες στην άκρη, για την ώρα της ανάγκης όπως έλεγαν. Είχαν κάποιες μικρές ή και κάπως μεγαλύτερες καταθέσεις στην τράπεζα, κι όποτε είχαν μιά έκτακτη ανάγκη, πήγαιναν στον ταμία της τράπεζας, και του ζητούσαν να τους δώσει το ποσόν που χρεαζόντουσαν. Κι αυτού του είδους την αποταμίευση, δεν την έκαμναν μόνο οι άνθρωποι της μεσαίας τάξης, αλλά ακόμα και φτωχοί. Και στα υπ΄όψιν, ότι οι τράπεζες έδιναν τον καιρό εκείνο που ο πληθωρισμός ήταν συχνά ένα τοις εκατό, και τόκους στους καταθέτες με επιτόκιο τεσσεράμισυ τοις εκατό, δηλαδή τέσσερις φορές πάνω από τον πληθωρισμό. Ενώ σήμερα δεν δίνουν ουτε ένα τοις εκατό, με πληθωρισμό τρία και πάνω τοις εκατό. Αλλά γιατί να δώσουν τέτοιο επιτόκιο, τη στιγμή που εισπράττουν από τα δάνεια τεράστια ποσά, και δεν έχουν καμμιά ανάγκη από ρευστό χρήμα ;
Και σαν μην έφταναν τα χάλια της οικιακής οικονομίας, έχουμε εδώ και λίγα χρόνια, και
μιά άνοδο στις τιμές των περισσότερων - αν όχι όλων - των ειδών που πουλιούνται στις αγο-ρές. Σ¨αυτούς που βρίσκονται κάτω από το όριο της φτώχειας και λίγο πιό πάνω απ΄αυτό, η αγοραστική δύναμη έχει πέσει πολύ, αντιμετωπίζουν μόνο τα απολύτως στοιχειώδη. Εφτασε έτσι η ώρα, να ξανακάνουν την εμφάνισή τους τα τεφτέρια με τα βερεσέδια. Όπως τις παλιές εκείνες εποχές. Όταν δεν μπορείς να αγοράσεις τα καινούργια ακριβά - σε σχέση με το εισό-δημά σου - παπούτσια, τί πρέπει να κάνεις ; Απλούστατα, να πάρεις υπό μάλης ένα ζευγάρι από τα παλιά σου παπούτσια, και γράφοντας στα παλιά σου τα παπούτσια τους πωλητές υπο-δημάτων της αγοράς, να πάς σε έναν τσαγκάρη παλιού τύπου, ένα μπαλωματή, και να του τα δώσεις για επισκευή. Κι αυτός θα σου τα επιστρέψει σχεδόν καινούργια, έναντι μικρής σχετι-κά αμοιβής. Επισκευή λοιπόν αντί της αγοράς.
Το ίδιο συμβαίνει και με τα παλιά ρούχα. Καινούργια να πάρεις δεν μπορείς, πηγαίνεις στο ράφτη ή στη μανταρίστρια ( που και το όνομά της είχαμε ξεχάσει ), τα αφήνεις εκεί, και όταν τα ξαναπάρεις, φαίνονται σαν καινούργια. Και συχνά, ο τσαγκάρης και η μανταρίστρια, τα γράφουν στο τεφτέρι τους, ελλείψει ρευστού χρήματος από μέρους του πελάτη. Φυσικά, μπορούν αντί για τεφτέρι, να χρησιμοποιήσουυν τις τεχνικές εξελίξεις, να τα γράψουν σε ένα κομπιούτερ. Κι έτσι, ξαναγυρίζουμε - εν μέρει βέβαια - και πάλι στα παλιά εκείνα συστήμα-τα των βερεσεδιών και των τεφτεριών. Δεν θα το πιστέψετε, αλλά πριν λίγες μέρες, άκουσα μιά ηλικιωμένη κυρία να λέει, ότι πάει να πάρει βερεσέ ένα μπιτόνι πετρέλαιο. Μπορεί να φαίνεται αυτή η περίπτωση εκτός τόπου και χρόνου, να θυμίζει έντονα κάποιες παλιές επο-χές, αλλά είναι πραγματικότητα.
Γυρίζουμε λοιπόν πίσω, εκεί από όπου είχαμε ξεκινήσει. Πηγαίνουμε στους πάλαι ποτέ τσαγκάρηδες, πηγαίνουμε στις μανταρίστριες. Μόνο που τώρα είμαστε μοντέρνοι, είμαστε σε μιά καινούργια εποχή. Δεν έχουμε τα παλιά τεφτέρια, τώρα έχουμε ηλεκτρονικά μηχανή-ματα, και σ΄αυτά γράφουμε τα βερεσέδια μας.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου