Δευτέρα 12 Σεπτεμβρίου 2011

Φ Τ Ω Χ Ε Ι Α Κ Α Ι Α Υ Τ Ο Κ Ι Ν Η Τ Ο

Εχουν περάσει πολλά χρόνια από τότε. Διάβαζα ένα αμερικάνικο μυθιστόρημα, μη ρωτάτε ποιό, πάντως κάποιου απ΄ τους διάσημους Αμερικανούς συγγραφείς, μάλλον του Σταϊμπεκ ή του Χέμινγουεϊ. Διαβάζοντας λοιπον, έφτασα και σε μιά φράση που πάνω κάτω έλεγε τα εξής : « Ο Τζό ήταν απελπισμένος. Είχε δυό μέρες να φάει, η φτώχεια του ήταν απερίγραπτη. Κάθησε και σκέφτηκε πολλή ώρα. Και ύστερα, βγαίνοντας από το σπίτι, μπήκε στο αυτόκίνητό του και τραβηξε προς τις Νότιες Πολιτείες ».
Μάλιστα, αυτά διάβαζα τω καιρώ εκείνω, και απορούσα. Και καθόμουν και σκεφτόμουνα, σαν τον Αμερικανό ήρωα του μυθιστορήματος. Βρε σύ - έλεγα στον εαυτό μου -πώς γίνεται ρέ σύ να έχεις αυτοκίνητο και να μην έχεις ούτε μιά φέτα ψωμί να φάς ; Γίνεται αυτό το πράγμα ; Ορισμένως, ο συγγραφέας πάει να μας κοροϊδέψει. Αλλά για στάσου, το βιβλίο αυτό κυκλοφορεί πρώτα πρώτα στην Αμερική, το διαβάζουν Αμερικανοί, αν έγραφε ο συγγραφέας κάποια κοτσάνα, θα τον έπαιρναν με τις λεμονόκουπες. Αρα, αυτά που γράφει είναι αληθινά, οι άνθρωποι εκεί πέρα, μπορεί να μην έχουν να φάνε, μπορεί να μην έχουν δικό τους σπίτι, όμως έχουν αυτοκίνητο. Δηλαδή, δεν είμαστε καλά, δεν είμαστε καθόλου καλά.
Αλλά δεν είχα δίκαιο, στην Αμερική της εποχής εκείνης - όπως και της σημερινής - είναι το πιό εύκολο πράγμα του κόσμου να πάρεις ένα μεταχειρισμένο αυτοκίνητο, μάλιστα αν είναι πολύ παλιό, σου το δίνουν σχεδόν τζάμπα, για καμμιά πενηνταριά δολλάρια.
Αυτά σκεφτόμουνα προ αμνημονεύτων ετών, όταν στην πόλη μας κυκλοφορούσαν τρία όλα κι όλα ιδιωτικής χρήσης αυτοκίνητα και τρία τέσσερα ταξί. Και από τότε πέρασαν χρόνια και ζαμάνια. Και ήλθαν τα αυτοκίνητα και εδώ, πρώτα λίγα, ύστερα περισσότερα και κατόπιν πολλά, πάρα πολλά, κι όσο πήγαιναν και περίσσευαν. Όμως, όλοι εκείνοι οι κάτοχοι των αυτοκινήτων, είχαν αρκετή οικονομική επιφάνεια, είχαν βέβαια να φάνε και να πιούνε και την Αρτα να φοβερίζουν, οι περισσότεροι απ΄αυτούς είχαν και δικά τους σπίτια.
Αλλά καθώς περνούσαν τα χρόνια, κάτι άρχισε να μυρίζει - ελαφρώς βέβαια - την ιστορία του άφραγκου αλλά κάτοχου αυτοκινήτου Αμερικανού. Θυμάμαι μιά περίπτωση, στην οποία μιά κυρία συμπολίτισσά μας, είχε δηλώσει με επιμονή ότι θα προτιμούσε να στερηθεί ακόμα και την τροφή και άλλα βασικά πράγματα, αλλά το αυτοκίνητό της δεν επρόκειτο να το απόχωριστεί, ήταν ζήτημα γοήτρου όπως φαίνεται το πράγμα. Ετσι, η υπόθεση άρχισε να μυρίζει τον άνθρωπο που στερείται κάποια πρώτης ανάγκης πράγματα, αλλά εξακολουθεί να κρατά το αυτοκίνητό του. Και αυτό το περιστατικό ήταν μόνο η αρχή.
Από τότε, το φαινόμενο αυτό έγινε συνηθισμένο. Ένα πλήθος ανθρώπων, βρίσκονται σε σημαντικές ή μεγάλες οικονομικές δυσκολίες, χωρίς με τούτο να υποστηρίζω ότι όντως πεινάνε. Εχουν όμως προβλήματα που τους κάμνουν να στενοχωριούνται, πιεστικά οικονομικά προβλήματα που αναζητούν εναγώνια τη λύση του. Και ταυτόχρονα έχουν και το αυτοκίνητό τους, που το φυλάγουν στην κατοχή τους ως κόρην οφθαλμού. Η τιμή της βενζίνης αυξάνεται κατά διαστήματα, υπάρχουν τα τέλη κυκλοφορίας, είναι και τα ασφάλιστρα του αυτοκινήτου, είναι η συντήρηση, είναι και η αλλαγή ελαστικών - που δεν είναι πάμφθηνα - και όμως τίποτε δεν μπορεί να αναγκάσει αυτούς τους ανθρώπους να απαρνηθούνε το όχημά τους.
Φαίνεται ότι το πρόβλημα είναι κοινωνικοψυχολογικό. Ο άνθρωπος που θα απαλλαγεί από το αυτοκίνητό του, που θα το κλείσει στο γκαράζ ή θα το πουλήσει, έρχεται σε μιά πολύ άσχημη ψυχολογική κατάσταση. Δεν αισθανεται καθόλου καλά, θεωρεί εαυτόν υποβιβασμένο
κοινωνικά, πάει το p r e s t i g e που είχε νωρίτερα, με ποιό πρόσωπο
θα αντικρύζει τους γείτονές του, τους συμπολίτες του, τους συναλλασσόμενους μ΄ αυτόν ; Βρίσκεται ο άνθρωπος μας αυτός στο κατώφλι της ψυχικής κατάπτωσης, αυτό που οι Αγγλόφωνοι ονομάζουν n e r v o u s b r e a k d o w n.
Και το κρατά. Ο κόσμος να χαλάσει, δεν πρόκειται να εκτεθεί στα όμματα της κοινωνίας, να παραστήσει τον « νεόπτωχο », αυτό πάει πολύ. Θα βρεί άλλους τρόπους να λύσει το οικονομικό του πρόβλημα, σίγουρα θα υπάρχουν κι άλλοι τρόποι. Να δανειστεί - αν υπάρχουν ανθρωποι διατεθειμένοι να τον δανείσουν. Η αλήθεια είναι ότι δύσκολα βρίσκεις σήμερα κάποιον να σου δανείσει χρήματα, φοβάται - και με το δίκηο του - ότι δεν θα τα ξαναδεί πιά. Τι λέει το λαϊκό ρητό ; « Δανεικά κι αγύριστα », αυτά λέει.
Λοιπόν, δεν μπορεί να συνάψει ιδιωτικό δάνειο, τέτοιος είναι αυτός ο παλιόκοσμος. Και ύστερα σου λένε να εμπιστεύεσαι τους φίλους σου και να περιμένεις να σου συμπαρασταθούνε στην όποια ανάγκη σου. Λόγια, λόγια του αέρα, μην περιμένεις βοήθεια από κανέναν, ο καθένας κοιτάζει τον εαυτούλη του και πέραν αυτού κανέναν άλλο. Και αφού έτσι είναι τα πράγματα, κάτι άλλο θα σκεφθεί να κάνει, όλο και κάποιος άλλος τρόπος θα υπάρχει.
Να πουλήσει εκείνο το αγροτεμάχιο που του είχε αφήσει κληρονομιά ο πατέρας του, όλο και κάτι θα πιάσει. Θα το δώσει σε τιμή ευκαιρίας, η γή έχει πάντα την αξία της, έτσι λένε όλοι. Κι αν δεν θελήσει να το αγοράσει κανένας, ή προσφέρει εξευτελιστικό ποσό για την αγορά του ; Θα κάνει το τελευταίο βήμα, θα πάρει δάνειο από την τράπεζα, υποθηκεύοντας το σπίτι του. Θα έχει καιρό να εξωφλήσει το δάνειο, δεν θα φτάσει στο σημείο να χάσει το σπίτι του, να του το πάρει η τράπεζα που ευκαιρία ψάχνει για κάτι τέτοια.
Ετσι είναι η κατάσταση. Ισως μάλιστα να φτάσουμε και στην περίπτωση που αρχικά αναφέραμε, του ανθρώπου που είχε δυό μέρες να φάει, και μπήκε στο αυτοκίνητό του και τράβηξε προς τα νότια. Να δούμε και εδώ, ανθρώπους που έφτασαν να πεινάνε και όμως να έχουν στην κατοχή τους το αυτοκίνητο, γιατί, όπως είπαμε, με τι πρόσωπο θα βγεί ο άνθρωπος στην αγορά με τα πόδια, και ποιά δικαιολογία θα προσκομίσει για την εξαφάνιση του - έστω πεπαλαιωμένου - αυτοκινήτου που διέθετε ;

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου