Όταν γράφεις στα ελληνικά μιά λέξη, και δεν βάζεις τον κατάλληλο γι αυτήν τόνο, διαφορετικές έννοιες μπορούν να προκύπτουν με την αλλαγή του τόνου στην ίδια λέξη. Κι αυτό γίνεται, επειδή μπορούν να υπάρχουν λέξεις που δέχονται τόνο στη λήγουσα ή στην παραλήγουσα. Για παράδειγμα, μπορούμε να πάρουμε τις λέξεις πότε και ποτέ. Αν βάλεις τον τόνο στη λήγουσα, έχεις το « ποτέ », αν τον βάλεις στην παραλήγουσα, έχεις το « πότε », και η διαφορά μεταξύ των δύο εννοιών που προκύπτουν είναι εμφανής , άλλο η μιά και άλλο η άλλη λέξη. Το ίδιο συμβαίνει με τις λέξεις « κάλος » και « καλός ». Τέτοιες ίδιες λέξεις με διαφορετικό τονισμό, υπάρχουν πολλές. Λοιπόν, στην περίπτωση μας , υπάρχουν τα « χάλια » των Ινδών και τα « χαλιά των Ινδών », άλλο το ένα, και άλλο το άλλο, πρόκειται για δυό τελείως διαφορετικές έννοιες.
Αλλά στην περίπτωση των Ινδών - τι περίεργο - ισχύουν και οι δυό τονισμοί που αναφέραμε, φυσικά με δυό διαφορετικές έννοιες. Η μία έννοια, αφορά τα χαλιά, αυτά τα στρωσίδια της Ανατολής που τα κάμνουν όμως τώρα και στη Δύση σε εργοστάσια. Η δεύτερη έννοια, έχει να κάνει με τα απερίγραπτα χάλια των Ινδών, σε σχέση με πολλά πράγματα βέβαια, αλλά στην προκειμένη περίπτωση στην υπόθεση των χαλιών που παράγονται στη χώρα τους. Και ιδού πώς έχει αυτή η εκ πρώτης όψεως μπερδεμένη ιστορία.
Λοιπόν, τα Ανατολίτικα χαλιά, κατασκευάζονται - όπως ξέρουμε όλοι -με το χέρι. Και βέβαια, χρειάζονται για τη δουλειά αυτή, χέρια επιδέξια στην ύφανση του χαλιού. Και προπαντός, οι κόμποι που υπάρχουν άφθονοι σε κάθε χαλί, να είναι όσο γίνεται πιό λεπτοί, αυτοί οι λεπτοί κόμποι - που όσο λεπτότεροι είναι, τόσο και πιό πολλοί - δίνουν την υψηλή ποιότητα στο χαλί. Και εδώ ακριβώς έγκειται η ουσία της ιστορίας μας, μιάς απάνθρωπης και ανατριχιαστικής ιστορίας.
Αυτούς τους λεπτούς - και επομένως πολλούς - κόμπους, πρέπει να τους κάνουν μικρά παιδιά, από ηλικίας οκτώ ως δώδεκα περίπου ετών. Αλλά πώς θα βρεθούν αυτά τα τόσο μικρά και πολλά παιδιά που θα χρησιμοποιηθούν στα εργαστήρια της ταπητουργίας ; Λοιπόν, αυτά τα παιδιά, τα « νοικιάζουν » οι πάμφτωχοι γονείς τους, στους ιδιοκτήτες των ταπητουργίων, με αντάλλαγμα ένα ποσό που δίνεται στους γονείς, μάλλον μικρό. Οι μικροί και οι μικρές, μένουν μόνιμα και φυλακισμένα μέσα στους χώρους εργασίας τους, κάτω από εξαιρετικά ανθυγιεινές συνθήκες, τρώγουν εκεί τα πενιχρά φαγητά τους, και κοιμούνται κάτω από ελεεινές συνθήκες. Όλα αυτά είναι εις γνώσιν των κρατικών υπαλλήλων, της αστυνομίας και των λοιπών αρμόδιων, οι οποίοι όμως κάμνουν ότι είναι μύωπες, ή μάλλον εντελώς τυφλοί. Ετσι, και αν κάποιος καταγγείλει μιά τέτοια υπόθεση, μάλλον ο ίδιος θα βρεί το μπελά του, τόσο μεγάλη επιρροή έχουν οι ταπητουργοί - και με τις απαραίτητες δωροδοκίες, αλλά και άλλου είδους μέτρα, όπως απειλές κατά της ζωής παντός βλάπτοντος τα συμφέροντά τους. Και πιθανόν, επειδή η εξαγωγή χαλιών στο εξωτερικό προσπορίζει πολύ συνάλλαγμα στο κράτος, ακόμα κι αυτό να επιτρέπει αυτού του είδους την κατάσταση, παρά το ότι, επισήμως η Ινδική νομοθεσία απαγορεύει την εργασία παιδιών κάτω κάποιας ηλικίας.
Η ιστορία μας αρχίζει με τον Ικμπάλ, έναν μικρούλη Ινδό, κάπου στην πατρίδα του, την Ινδία. Και η ιστορία αυτή είναι σχετικά πρόσφατη, δεν έχουν περάσει πολλά χρόνια από τότε που συνέβησαν τα γεγονότα που θα περιγραφούν, πρέπει να ήταν περίπου γύρω στο 1970. Σύμφωνα με τα λίγα στοιχεία που ήλθαν σε γνώση μου - και αυτά είναι από μιά ταινία μικρού μήκους Ιταλικής παραγωγής - η οικογένεια του Ικμπάλ φαίνεται ότι ήσαν Μουσουλμάνοι, χωρίς να είμαι και πολύ βέβαιος γι αυτό. Τώρα, αν διερωτηθείτε πώς γίνεται να υπάρχουν Μουσουλμάνοι στην Ινδία, το γεγονός είναι ότι ανάμεσα στο ένα δισεκατομμύριο των Ινδών, βρίσκονται και εκατό εκατομμύρια οπαδών του Μωάμεθ. Αλλα εκατόν τριάντα εκατομμύρια βρίσκονται στο Πακιστάν, και κάπου εκατό στο Μπαγκλαντές, και όλες αυτές οι χώρες, πρωτύτερα ανήκαν στο σύμπλεγμα που ονομάζανε « Ινδίες ».
Ο Ικμπάλ ήταν γύρω στην ηλικία των οκτώ χρονών, όταν μιά μέρα τον πήρε ο πατέρας του, ένας πάμφτωχος Ινδός από τους αναρίθμητους φτωχούς που έχει η Ινδία, και τον οδήγησε σε ένα ταπητουργείο. Τον παρουσίασε στον ιδιοκτήτη του εργαστηρίου, και έκανε τη συμφωνία που συνηθίζεται μαζύ του, τόσες ρουπίες θα σου δίνω το μήνα ή τη βδομάδα. Ο πατέρας αποχαιρέτησε τον μικρό γιό του, και απήλθεν. Και ο μικρός Ικμπάλ, έμεινε εκεί για να πιάσει δουλειά, μετά από μιά διαδικασία εκπαίδευσης που θα του γινότανε.
Η ζωή μέσα στο δεσμωτήριο αυτό, ήταν - τουλάχιστον με τα « πολιτιστικά » πρότυπα που εχουμε έδώ στην Ευρώπη - από κακή μέχρι απεχθής. Πολλές ώρες δουλειάς, με τα παιδιά να κάμνουν τους πολύ λεπτούς κόμπους στα χαλιά, καθισμένα πισω απ΄το χαλί τους, διακοπή μικρή για το πενιχρό όπως είπαμε γεύμα τους, και πάλι δουλειά ατέλειωτη μέχρι τη νύχτα. Ένα φτωχό δείπνο, και ύστερα από την κοπιαστική μέρα, κατ΄ευθείαν στο στρώμα που χρησίμευε για κρεββάτι. Την επόμενη μέρα τα ίδια, και έτσι συνέχιζαν τα πράγματα.
Οι απάνθρωπες για παιδιά αυτές συνθήκες, ήταν γνωστό από ανεπίσημες μάλλον έρευνες, ότι δημιουργούσαν στα παιδιά περιορισμένες προϋποθέσεις για επιβίωση, το ένα τρίτο των παιδιών πέθαιναν πριν κλείσουν τα δώδεκα χρόνια τους, τόση ήταν η ζωή τους κάτω από το Μεσαιωνικό αυτό βασανιστήριο. Μετά από κάποια ηλικία, και πριν γίνουν τα παιδιά έφηβοι, τα έδιωχναν απ΄ τη δουλειά, καθώς τα δάχτυλά τους είχαν γίνει πιά χοντρά και συνεπώς ακατάλληλα στο να φτιάχνουν τους πολύ λεπτούς κόμπους των χαλιών. Και βγαίνοντας - όσα επιζούσαν απ΄ τη διαμονή τους σ΄ αυτό το κολαστήριο - συνέχιζαν τη μίζερη ζωή τους, έτσι είναι η κατάσταση στην Ινδία, τη φτωχή και πολυάνθρωπη αυτή χώρα, που ενώ δεν μπορεί να θρέψει στοιχειωδώς τους κατοίκους της, κατασκευάζει πυραύλους με πυρηνικές κεφαλές - έτσι λένε οι πληροφορίες - για να πολεμήσει αν χρειαστεί εναντίον του παλιού εχθρού, του Πακιστάν.
Ο καιρός κυλούσε στο εργαστήρι, όπως κυλά - υπό διαφορετικές πάντοτε συνθήκες - πάντοτε και παντού. Να περιγράψουμε το πώς περνούσε ο Ικμπάλ και οι σύντροφοί του στο ταπητουργείο ; Νομίζω ότι δεν είναι και πολύ δύσκολο να το φανταστεί κανείς. Αρρώστειες ερχόντουσαν και περνούσαν. Αλλά όχι πάντοτε, από καιρό σε καιρό, κάποιο απ΄τα μικρά παιδιά πέθαινε. Το παρέδιδαν στους γονείς του, που ίσως μοιρολατρικά δεχόντουσαν αυτή τη θλιβερή έκβαση. Για όποιον δεν έχει πάει στην Ανατολή - και ούτε ο γράφων πήγε - δεν μπορεί να αντιληφθεί τη νοοτροπία,τον τρόπο που αντιμετωπίζουν τα πράγματα οι άνθρωποι των περιοχών αυτών.
Ο Ικμπάλ είχε γίνει κάπου έντεκα ετών. Και τότε ήλθε η στιγμή που άρχισε μιά καινούργια σελίδα στην ιστορία του, και ίσως και στην ιστορία των παιδιών της χώρας του. Μιά μέρα, συνάντησε εντελώς τυχαία, έναν δημοσιογράφο, μέλος μιάς οργάνωσης που έδινε αγώνες γιά την εξάλειψη της παιδικής εργασίας από την Ινδία. Ο Ικμπάλ και ο δημοσιογράφος έγιναν φίλοι, και ο ακτιβιστής δημοσιογράφος έφερε το μικρό σε επαφή με την οργάνωση. Ο Ικμπάλ έδωσε όσες πληροφορίες είχε διαθέσιμες, σχετικά με τη λειτουργία των ταπητουργείων αυτών, τη ζωή που περνούσαν οι μικροί εργαζόμενοι σ΄ αυτά, την έλλειψη των γονιών τους, τις αρρώστειές τους και τους θανάτους των μικρών αυτών παιδιών στις τρυφερές αυτές ηλικίες, την κακομεταχείρηση που ούτε οι δούλοι είχαν ποτέ.
Ο Ικμάλ έφυγε λαθραία απ΄τη δουλειά και πήγε στην οικογένειά του. Αλλά ο ιδιοκτήτης του εργαστηρίου, πήγε στο σπίτι των γονιών του και τον ξαναπήρε πίσω. Αλλά και πάλι ο μικρός Ικμπάλ το έσκασε με μεγάλη δυσκολία, και κατεφυγε αυτή τη φορά στην οργάνωση. Και τότε ο δημοσιογράφος μαζύ με τον Ικμπάλ, άρχισαν μιά μεγάλη εκστρατεία διαφωτισμού της κοινής γνώμης της χώρας τους μέσω του Τύπου και συγκεντρώσεων, όπου γίνονταν γνωστά στο ευρύτερο κοινό τα πράγματα και η κατάσταση που επικρατούσαν στις ταπητουργικές
βιοτεχνίες.
Δημιουργήθηκε μεγάλος θόρυβος την εποχή εκείνη, που όπως είπαμε, δεν ήταν και τόσο μακρυνή. Και ο θόρυβος αυτός μεταδόθηκε και στο εξωτερικό, στις Δυτικές κοινωνίες, που μάθαιναν με ποιό αηδιαστικό τρόπο κατασκευάζονταν τα Ινδικά χαλιά. Ο αντίκτυπος ήταν τόσο μεγάλος στις προηγμένες χώρες, ώστε άρχισε να μειώνεται σταθερά η εισαγωγή χαλιών από την Ινδία. Και τότε άρχισε ο μεγάλος πόλεμος. Οι ταπητουργοί απειλούσαν τα μέλη της οργάνωσης για την προστασία των παιδιών, με τηλεφωνήματα που έδειχναν μέχρι πού μπορούσαν να φτάσουν οι άνθρωποι εκείνοι, προκειμένου να διασφαλίσουν τα συμφέροντά τους.
Αλλά οι άνθρωποι της οργάνωσης δεν φοβήθηκαν, εξακολούθησαν την εκστρατεία τους, αδιαφορώντας για τις εκτοξευόμενες απειλές. Η υπόθεση είχε πάρει την πορεία της και δεν μπορούσε να γυρίσει πιά πίσω. Και μιά μέρα, ήλθε από μια επιτροπή του ΟΗΕ, μιά ειδοποίηση προς τον δημοσιογράφο, που έλεγε ότι ο Οργανισμός των Ενωμένων Εθνών - πιθανόν η ΟΥΝΕΣΚΟ - είχε πάρει μιά σημαντική απόφαση : Να απονείμει στον μικρό Ικμπάλ ένα ανώτατο βραβείο. Και συνεπώς έπρεπε να πάρει τον μικρό και να τον πάει στη Νέα Υόρκη.
Ετσι και έγινε. Οι δυό φίλοι, ξεκίνησαν από το Νέο Δελχί και πήγαν στη Νέα Υόρκη. Εκεί, σε μιά ειδική τελετή, απονεμήθηκε το βραβείο στον Ικμπάλ. Όταν γύρισαν πίσω στην Ινδία, τους έγιναν δυό υποδοχές : Μιά από τους ανθρώπους που συμπαραστέκονταν στους αγώνες τους, η άλλη από τους ιδιοκτήτες των ταπητουργείων και άλλους που είχαν τα ίδια συμφέρον-τα μ΄αυτούς. Και αν η πρώτη ήταν θριαμβευτική, η άλλη ήταν γεμάτη από απειλές τηλεφωνικές. Και όσο πήγαινε, τα πράγματα αγρίευαν όλο και περισσότερο.
Η άνθρωποι της οργάνωσης φοβήθηκαν πολύ, καθώς έβλεπαν ότι οι ζημιωμένοι βιοτέχνες και οι συμπαρομπαρτούντες, ήσαν αποφασισμένοι για όλα. Ετσι, έστειλαν τον μικρό Ικμπάλ στην γιαγιά του, που ζούσε σ΄ένα παραλιακό χωριό, με σκοπό να κρυφτεί εκεί επ΄ αόριστον. Αλλά οι εχθροί το μυρίστηκαν, δεν ξέρω πώς έμαθαν το καταφύγιο του παιδιού. Και μιά μέρα, ενώ ο Ικμπάλ έπαιζε μπάλλα με άλλα παιδιά του χωριού, πέρασε ένα αυτοκίνητο και οι επιβαίνοντες σ΄αυτό, γάζωσαν τον Ικμπάλ που πέθανε σχεδόν επί τόπου.
Αλλά η ιστορία φαίνεται ότι δεν τέλειωσε οριστικά. Τον αγώνα του μικρού αυτού ήρωα, τον συνέχισαν άλλοι, και τελικά η κυβέρνηση φαίνεται ότι πήρε κάποια μέτρα, που μάλλον ήσαν αποτελεσματικά, τουλάχιστον ως ένα σημείο. Απαγορεύτηκε αυστηρά η εργασία των
πολύ μικρών παιδιών, και πιθανόν η απαγόρευση αυτή να τηρείται, έστω και ατελώς.
Αυτά για τα χαλιά και την εργασία των παιδιών στην παραγωγή τους στην Ινδία. Καιρός τώρα να μιλήσουμε και για τα χάλια της Ινδίας που δεν είναι και λίγα. Βέβαια, δεν είναι μόνο η Ινδία που έχει τα χάλια της, και πολλές άλλες χωρες τα έχουν, σε μεγάλο η μικρότερο βαθμό, και δεν εξαιρούμε ούτε και τις μεγάλες και πλούσιες χώρες. Αλλά όπως θα δούμε, στην Ινδία το πράγμα έχει περάσει προ πολλού κάποια ανεκτά όρια.
Φαίνεται, ότι ένα από τα κυριώτερα προβλήματα που έχει αυτή η χώρα, είναι ο υπερπληθυσμός της. Η Ινδία είναι κατά το πλείστον χώρα πεδινή, τα Ιμαλαϊα είναι στη βορεινή ακρη της, και μόνο ένα μέρος τους ανήκει στην Ινδία, το μεγαλύτερο βρίσκεται στο Θιβέτ. Για την έκταση που καταλαμβάνει και για το πεδινό της έδαφος, ένας πληθυσμός της τάξης των τριακοσίων ως τετρακοσίων εκατομμυρίων κατοίκων, θα ήταν μάλλον ο κατάλληλος, θα μπορούσε να θρέψει αρκετά καλά αυτόν τον πληθυσμό. Και αυτός ο πληθυσμός ήταν πράγματι πριν από καμμιά σαρανταριά χρόνια. Τώρα πώς κατάφεραν οι ομόφυλοι μας Ινδοί να ανέβουν από τα τετρακόσια εκατομμύρια στο ένα δισεκατομμύριο, αυτό είναι απορίας άξιο.Αλλά βέβαια, το φαινόμενο αυτό, έχει και την εξήγησή του.
Κατά πρώτο λόγο, οι Ινδοί έχουν μεγάλες οικογένειες, η μόδα των Δυτικών κοινωνιών με τις μικρές οικογένειες που αναπτύχθηκε τις τελευταίες τέσσερις ή πέντε δεκαετίες, δεν έχει φτάσει στην Ινδία, και δεν ξέρουμε αν θα φτάσει συντομα, οι προβλέψεις δεν λένε για κάτι τέτοιο στο κοντινό μέλλον. Πριν από καμμιά εικοσιπενταριά χρόνια, είχαν γίνει κάποιες προσπάθειες από μέρους των κυβερνησεων της χώρας, αλλά το αποτέλεσμα ήταν πενιχρό. Το κυριώτερο απ΄ τα μέτρα που προτάθηκαν, ήταν η στείρωση των γυναικών μετά από την απόκτηση τριών ή τεσσάρων παιδιών. Η τότε πρωθυπουργός Ίντιρα Γκάντι, είχε μάλιστα προσφέρει και ένα τρανζίστορ σε όποια Ινδή θα έκαμνε στείρωση, φαντασθείτε ένα τρανζίστορ σε αντάλλαγμα μιάς στείρωσης. Οι Ινδές, σχεδόν στην συντριπτική πλειοψηφία τους, απέρριψαν αυτό το μέτρο, αυτά δεν περνούν στους Ασιάτες, που φαίνεται ότι ακολουθούν το παλιό αγγλικό λαϊκό ρητό:« C h i l d r e n a r e t h e p o o r m a n΄ s r i c h e s », δηλαδή : « Τα παιδιά είναι τα πλούτη του φτωχού ανθρώπου ». Ακόμα και στην σοσιαλιστική Κίνα, όπου παρθηκαν πολύ πιό σφιχτά μέτρα, η απόδοσή τους ήταν περιορισμένη, πόσο αποτελεσματικά θα ήσαν στην ελεύθερη δημοκρατία της Ινδίας, όπου δεν μπορούν να επιβληθούν μέτρα με
καταναγκασμό ;
Αποτέλεσμα του υπερπληθυσμού σε μιά χώρα που δεν διαθέτει μάλιστα και σύγρονες μεθόδους καλλιέργειας της γής, είναι η ανεπάρκεια της παραγωγής τροφίμων, κυρίως δημητριακών, που αποτελούν τη βάση της διατροφής του πληθυσμού της. Οντως, η καλλιέργεια του εδάφους της Ινδίας, γίνεται στις περισσότερες περιοχές με μεθόδους που έχουν εγκαταλειφθεί στις Δυτικές χώρες. Μηχανήματα, λιπάσματα και άλλα τέτοια, δεν είναι πολύ σε χρήση στη μεγάλη αυτή χώρα. Το αποτέλεσμα είναι ότι δεν υπάρχει επάρκεια στα αγροτικά προϊόντα, και να γίνει εισαγωγή τους απ΄ έξω δεν είναι καθόλου εύκολη υπόθεση με τα οικονομικά της χώρας. Το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού, κάτω απ΄αυτές τις συνθήκες, υποσιτίζεται, αυτό είναι διαπιστωμένο.
Ενας φτωχός κατά μεγάλη πλειονότητα πληθυσμός, δεν μπορεί να αποδίδει αρκετούς φόρους στο κράτος. Και όταν το κράτος δεν έχει έσοδα, δεν μπορεί να ξοδέψει για την βελτίωση των πραγμάτων. Δεν μπορεί να έχει ένα ανεκτό σύστημα υγειονομικής περίθαλψης, δεν μπο-ρεί να έχει κοινωνικές ασφαλίσεις. Δεν μπορεί να έχει εκπαίδευση σε όλες τις βαθμίδες της, δεν μπορεί να έχει δρόμους και άλλα συγκοινωνιακά μέσα όπως θα έπρεπε να είναι. Δεν μπορεί να αμείβει ικανοποιητικά τους υπάλληλούς του, και τότε αυτοί θα αναγκάζονται να συμπληρώνουν το εισόδημά τους από παράνομες πράξεις, όπως λ.χ. δωροληψίες και καταχρήσεις του δημόσιου χρήματος.
Δεν έχω πάει στην Ινδία, συνεπώς ότι ξέρω γι αυτήν, είναι προϊόν μελέτης και μεταφοράς εντυπώσεων από ανθρώπους που την έχουν επισκεφθεί. Στη δεύτερη περίπτωση, δεν είναι αρκετός κάποιος τουρισμός στα αστικά κέντρα, για να δείξει το μέγεθος των προβλημάτων της χώρας, ακριβώς όπως δεν μπορεί ένας τουρίστας που έρχεται στη χώρα μας, να αντιληφθεί πολλά πράγματα για τις συνθήκες που επικρατουν, το πολύ πολύ, θα δεί μερικά - όχι αντιπροσωπευτικά - πράγματα στις τουριστικές περιοχές. Για να γίνει κανείς κοινωνός των προβλήμάτων μιάς χώρας, πρέπει να μείνει σ΄αυτήν σαν απλός πολίτης της καθημερινότητας, επί αρκετό ως πολύ καιρό. Και πληροφορίες από κάποιον που να έμεινε επί πολύ καιρό στην Ινδία, δεν έχω στη διάθεσή μου, επομένως ότι λέω, προέρχεται από γραπτές πηγές ή από τις ειδήσεις που μας έρχονται από εκεί.
Αλλά αν λάβουμε υπ΄όψιν, ότι το μεγάλο πρόσωπο που κυριάρχησε τις τελευταίες δεκαε-τίες στον Ινδικό κόσμο, ήταν η μητέρα Τερέζα της Καλκούττας, που άγγιζε τους βρώμικους και άρρωστους φτωχούς αυτής της μεγαλούπολης. Που έπιανε τα χέρια των λεπρών. Που μάζευε απ΄ όλο τον κόσμο χρηματικές εισφορές για χάρη των Ινδών που λιμοκτονούσαν. Που περιέθαλπε τους αρρώστους σε ίδρύματα που γινόντουσαν με την ακαταπόνητη εργασία της και την προσφορά χρημάτων απ΄το εξωτερικό. Αν όλα αυτά και πολλά άλλα, τα λάβουμε υπ΄ όψιν μας, νομίζω ότι δεν είναι απαραίτητο να βρεθούμε στην Ινδία για να διαπιστώσουμε την κατάσταση που επικρατεί εκεί.
Οι πληροφορίες που μας έρχονται από εκεί δεν δείχνουν μιά χώρα με σωστή δομή, αντίθετα δείχνουν μιά χώρα καθυστερημένη στους περισσότερους τομείς. Αυτά που αναφέρθηκαν εν συντομία, ιδίως η ιστορία του μικρού Ικμπάλ, νομίζω ότι δείχνουν την κατάσταση που επικρατεί εκεί, ώστε να περιττεύει μιά λεπτομερέστερη και μάλλον άσκοπη αναφορά σε όλα τα πράγματα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου