Πέμπτη 8 Σεπτεμβρίου 2011

OI ΓIΓANTEΣ KAI OI NANOI

Το 1821, ύστερα από τεσσάρων αιώνων υποδούλωση στους Οθωμανούς Τούρκους και την αυτοκρατορία τους, οι Ελληνες επαναστάτησαν εναντίον των κατακτητών, και μετά από έξι χρόνιά αγώνα, απόκτησαν την ελευθερία τους. Στο εξαετές διάστημα της επανάστασης, οι επαναστάτες είχαν σαν προσωρινή πρωτεύουσα του υπό δημιουργίαν κράτους τους το Ναύπλιο, και αυτό έμεινε σαν πρωτεύουσα και μετά το τέλος της επανάστασης. Η κατάσταση αυτή διατηρήθηκε μέχρι την 18 Σεπτεμβρίου του 1834, ημέρα κατά την οποία δημοσιεύτηκε στο φύλλο της Εφημερίδας της Κυβέρνησης διάταγμα με το οποίο ορίζότανε ότι πρωτεύουσα oριστική του Ελληνικού κράτους θα ήταν η Αθήνα, και ότι αυτό θα γινόταν την πρώτη μέρα του Δεκεμβρίου του ίδιου χρόνου. Και πραγματικά, την 1η Δεκεμβρίου του 1834, όλες οι κυβερνητικές υπηρεσίες και ο βασιλιάς Οθωνας με την Αυλή του, έφθαναν στην Αθήνα. Από τότε το κλεινόν Αστυ είναι η πρωτεύουσα του Ελληνικού κράτους.
Την εποχή εκείνη, η Αθήνα ήταν ένα χωριό με πληθυσμό πέντε χιλιάδων κατοίκων ή και λιγότερο, δεν υπήρχε ούτε ένα κατάλληλο οίκημα για να στεγάσει έστω και μιά κρατική υπηρεσία. Αμέσως οι αρμόδιοι - που ήσαν βέβαια Βαυαροί - βάλθηκαν να φτιάξουν τα πράγματα. Εχτισαν πολλά κτίρια, έκαναν δρόμους, χτίστηκε ένα ανάκτορο, και γενικά το χωριό έγινε μιά κάποια πόλη, όχι βέβαια κάτι σαν τις πόλεις της Ιταλίας και της Κεντρικής, Ανατολικής και Βόρειας Ευρώπης, αλλά τελοσπάντων μιά πόλη.
Πέρασαν χρόνια και ζαμάνια, η Αθήνα μεγάλωνε συνεχώς, αλλά πάντοτε ήταν γύρω από την Ακρόπολη, παραπέρα δεν πήγαινε. Το 1919, ο πληθυσμός της είχε φτάσει στο εκπληκτικό νούμερο των εκατό ενενήντα τριών χιλιάδων κατοίκων, κοσμοπλημμύρα δηλαδή. Μεγάλη ήταν η κίνηση στους δρόμους - μάλλον χωματόδρομους τους περισσότερους, οι άλλοι ήσαν καλντιρίμια - όπου κυκλοφορούσαν πάσης φύσεως μεταφορικά μέσα, κάρρα που τα έσερναν άλογα και μερικές φορές βώδια, γαϊδούρια - « μετά συγχωρήσεως » όπως λέει ο λαϊκός λόγος- άμαξες πολυτελείς για τους έχοντας και κατέχοντας, και κάπου κάπου, στη χάση και στη φέξη, και κανένα αυτοκίνητο της εποχής εκείνης που το έβλεπαν με μεγάλη απορία οι τότε Αθηναίοι να διασχίζει με την ιλιγγιώδη ταχύτητα των έντεκα χιλιομέτρων τους δρόμους της πρωτεύουσας. ( Οποιος έχει ένα τέτοιο αυτοκίνητο σήμερα - που δεν το έχει βέβαια -θα μπορούσε να εισπράξει αν το πουλούσε, αρκετές δεκάδες εκατομμυρίων, κάποια πράγματα που τα έχουμε σήμερα και είναι μηδαμινής αξίας, θα έχουν μετά από εκατό χρόνια τεράστια αξία. Ετσι τουλάχιστον έλεγε στα τέλη του περασμένου αιώνα ο μεγάλος Αγγλος ευθυμογράφος Τζερόμ
Τζερόμ, και φαίνεται ότι είχε πέρα για πέρα δίκηο ).
Μετά την εισροή των προσφύγων από τη Μικρά Ασία που έγινε το 1922, οι περισσότεροι απ΄ αυτούς - κυρίως ή αποκλειστικώς οι αστοί - εγκαταστάθηκαν στην Αθήνα, και ένα μέρος σημαντικό στη Θεσσαλονίκη. Οι αγρότες πήγαν σε αγροτικές περιοχές, όπως ήταν φυσικό. Ο πληθυσμός της Αθήνας τριπλασιάστηκε ή τετραπλασιάστηκε απότομα, καινούργιες συνοικίες προσφυγικές δημιουργήθηκαν- όπως η Νέα Ιωνία, η Νέα Σμύρνη, η Νέα Φιλαδέλφεια και άλλες - και η πρωτεύουσα έγινε μεγαλούπολη, σύμφωνα με τα μέτρα της εποχής.
Τότε, κάποιοι πολύ έξυπνοι -οι Ελληνες είναι οι πιό έξυπνοι από τους κουτούς που υπάρχουν σ΄αυτόν τον πλανήτη, είναι λίγο πιό έξυπνοι από τους ιταλιστί ονομαζόμενους « κρετίνους » - θεώρησαν ότι η Αθήνα ήταν το μόνο μέρος στην Ελλάδα όπου έπρεπε να φτιάξουν κάποια εργοστάσια και κάποιες βιοτεχνίες, ήταν μιά καταπληκτική ιδέα που αργότερα θα έφερνε σπουδαία αποτελέσματα. Ετσι, βρήκαν εργασία όλοι οι κάτοικοι της πρωτεύουσας, ντόπιοι Γκαγκαραίοι και πρόσφυγες. Το ίδιο - αλλά σε μικρότερη κλίμακα - έγινε και στη Θεσσαλονίκη, οι επαρχιακές πόλεις έμειναν με μικρούς πληθυσμούς και ελάχιστες παραγωγικές μονάδες, η Δραμα ας πούμε, είχε ένα και μοναδικό εργοστάσιο που έβγαζε ασβέστη, αυτό ήταν όλο κι όλο.
Πέρασαν κανά δυό δεκαετίες. Ολες οι παραγωγικές επιχειρήσεις συνέχιζαν να στήνονται στην πρωτεύουσα και λίγες στη Θεσσαλονίκη. Και η μιά και η άλλη, άρχισαν να αυξάνονται σε πληθυσμό με μεγάλη ταχύτητα, η υπόλοιπη χώρα πήγαινε σαν τη χελώνα, στασιμότητα και των γονέων. Αυτό ανάγκασε πολλούς επαρχιώτες να κατεβαίνουν στις δυό αυτές μεγάλες πόλεις, για να βρίσκουν πιό εύκολα εργασία που δεν εύρισκαν στις επαρχίες τους. Μ΄αυτόν τον τρόπο, οι πόλεις αυτές - και ιδίως η πρωτεύουσα - μεγάλωναν με μεγάλη ταχύτητα, κι εν τω μεταξύ, όλο και περισσότερες βιομηχανικές και βιοτεχνικές μονάδες στήνονταν στα κέντρα αυτά.
Κατόπιν, προστέθηκαν και διάφορες άλλες συγκυρίες που χειροτέρεψαν την κατάσταση, οι πιό σημαντικές απ΄αυτές ήσαν ο δεύτερος παγκόσμιος πόλεμος και ο κατοπινός εμφύλιος, τα είχαμε χύμα, μας ήρθαν και τσουβαλάτα. Για να ξεφύγει ο κόσμος απ΄τους κινδύνους που είχαν δημιουργηθεί τις εποχές εκείνες, αλλά και για να βρεί - όπως γινότανε και πρωτύτερα - πιό εύκολα εργασία, πλημμύρισε την πρωτεύουσα και δευτερευόντως και την « συμπρωτεύουσα » . ( Εν παρόδω, ποτέ δεν μπόρεσα να καταλάβω γιατί ονομάζουν τη Θεσσαλονίκη « συμπρωτεύουσα », δεν έχει καμμιά διοικητική εξουσία, άλλωστε μόνο μιά χώρα, η Βολιβία, έχει δυό πρωτεύουσες που λειτουργούν μάλιστα συγχρόνως και όχι εκ περιτροπής, με μοιρασμένες τις διοικητικές υπηρεσίες ).
Ετσι φτάσαμε στις πόλεις « τέρατα » με τα αναρίθμητα προβλήματα, αλλά και με τις περισσότερες ευκαιρίες για εύρεση εργασίας. Οι δυό κάπως « βιομηχανικές » πόλεις της επαρχίας, ο Βόλος κι η Πάτρα, γρήγορα « αποβιομηχανοποιήθηκαν » και γέμισαν με άνεργους που έπρεπε κι αυτοί να μετακινηθούν στην Αθήνα για να βρούνε δουλειά. Οι υπόλοιπες επαρχιακές πόλεις - όπως είπαμε - δεν είχαν βιομηχανικές μονάδες, και οι λίγες βιοτεχνίες τους, είτε έκλεισαν, είτε μετακινήθηκαν σε χώρες με πολύ πιό φτηνό εργατικό δυναμικό. Σ΄αυτά τα επαρχιακά κέντρα, η μόνη βιομηχανία που σήμερα ευδοκιμεί, είναι οι καφετέριες, μοντέρνες εκδόσεις του παραδοσιακού καφενείου, που μάλλον θα του ταίριαζε καλύτερα ο όρος « κηφηνείο », καθώς εκεί συχνάζουν- ή αναγκάζονται να συχνάζουν - οι αργόσχολοι, μ΄ άλλα λόγια οι επί του προκειμένου « αναγκαστικοί » κηφήνες, που κάτω από άλλες συνθήκες, αντί να είναι κηφήνες θα ήσαν εργαζόμενοι.
Είναι ολοφάνερο ότι η κατάσταση αυτή δεν είναι αναστρέψιμη, ο καθένας καταλαβαίνει τους λόγους, που έτσι δεν χρειάζεται να τους αναφέρουμε. Βέβαια, η μετακίνηση προς τις δυό μεγάλες πόλεις έχει τώρα περιοριστεί, επειδή και σ΄αυτές δεν βρίσκεις πιά εύκολα δουλειά, ήδη όμως έχουν τόσο πολύ μεγαλώσει, ώστε και μ΄αυτούς τους πληθυσμούς η κατάσταση έχει γίνει αφόρητη. Θα μου πείτε ίσως ότι στην Ευρώπη υπάρχουν επίσης μεγάλες - και μεγαλύτερες - πόλεις, και όμως δεν υπάρχει εκεί η σωρεία των προβλημάτων που υπάρχουν στις δικές μας. Η σύγκριση όμως αυτή, μόνο τη θυμηδία μπορεί να προκαλέσει, εδώ ισχύει το γνωστό λαϊκό ρητό « άλλο ναύτης, άλλο ράφτης », δεν μπορούν να συγκριθούν πράγματα μη συγκρίσιμα.
Η Ελλάδα είναι μιά μικρή χώρα με πληθυσμό περίπου δέκα εκατομμυρίων κατοίκων, και μαζύ με τους οικονομικούς μετανάστες, εντεκάμισυ περίπου εκατομμυρίων. ( Ενας Αμερικανός στατιστικολόγος υπολόγισε πρόσφατα, ότι μετά από πενήντα χρόνια ο πληθυσμός των γηγενών θα είναι πολύ πιό κάτω, στα οκτώ εκατομμύρια τριακόσιες χιλιάδες, έτσι τα υπολόγισε ο άνθρωπος, σύμφωνα με την εξέλιξη των πραγμάτων σήμερα ). Η μικρή αυτή χώρα των δέκα εκατομμυρίων κατοίκων, συμβαίνει να έχει για πρωτεύουσα, μιά πόλη τεσσάρων εκατομμυρίων, κι αυτό είναι παγκόσμιο ρεκόρ. Μερικά παραδείγματα : Το Καϊρο έχει πληθυσμό δεκατεσσάρων εκατομμυρίων κατοίκων,σε μια χώρα που έχει πληθυσμό σαρανταπέντε εκατομμυρίων. Η Κωνσταντινούπολη - που δεν είναι πρωτεύουσα της Τουρκίας - έχει πληθυσμό δεκατριών εκατομμυρίων σε σύνολο πληθυσμού εξήντα εκατομμυρίων. Το Λονδίνο έχει επτάμισυ εκατομμύρια, αλλά είναι πρωτεύουσα χώρας με πενήντα έξι εκατομμύρια,το Παρίσι έχει κι αυτό περίπου τον ίδιο πληθυσμό σε χώρα εξήντα και πλέον εκατομμυρίων. Το Μέξικο Σίτυ έχει εικοσιδύο εκατομμύρια, αλλά το Μεξικό αριθμεί περίπου ενενήντα εκατομμύρια κατοίκους.
Ποιά θα έπρεπε να είναι - επί καθαρά θεωρητικού επίπέδου βέβαια - η κατάσταση στην Ελλάδα ; Μπορώ να διατυπώσω κάποιες ιδέες, που δεν είναι υποχρεωτικό να είναι σωστές. Μιά πρωτεύουσα με πληθυσμό ενάμισυ ή το πολύ δυό εκατομμυρίων κατοίκων. Δυό πόλεις με πληθυσμό επτακοσίων χιλιάδων, άλλες δυό ή τρεις με τετρακόσιες χιλιάδες, δυό τρεις με διακόσιες χιλιάδες και μερικές με εκατό χιλιάδες.
Φυσικά αυτό είναι άσκηση επί χάρτου, στην πραγματικότητα όλα αυτά είναι ανέφικτα. Δεν είναι δυνατόν να βάλουμε ρόδες κάτω απ΄τα εργοστάσια και να τα μεταφέρουμε στις επαρχίες, ούτε άλλωστε έχουμε καμμιά πρόθεση να το κάνουμε αυτό, ακόμα κι αν ήταν εφικτό. Αλλά κι αν το πετυχαίναμε, με ποιόν τρόπο θα μετακινούσαμε όλους αυτούς τους πληθυσμούς από τα μεγάλα κέντρα στις επαρχίες ; Γίνονται αυτά τα πράγματα στην Ελλάδα ; Δεν γίνονται. Αυτά πρέπει να προγραμματίζονται από τα πριν, όχι να τα σκεφτόμαστε ύστερα. Ετσι, δεν πρόκειται να δούμε να εδρεύουν σε μικρές πόλεις ή και σε χωριά - όπως βλέπουμε στις Ευρωπαϊκές χώρες - βιομηχανίες και βιοτεχνίες. Αυτά ανήκουν στη σφαίρα της επιστημονικής φαντασίας, έτσι δεν είναι ;

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου